Ο όρος "semiskilled worker" είναι μια φράση που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
/ˌsɛmɪˈskɪld ˈwɜrkər/
Ο όρος "semiskilled worker" αναφέρεται σε έναν εργαζόμενο που έχει κάποια, αλλά όχι πλήρη, κατάρτιση ή δεξιότητες για να εκτελεί συγκεκριμένες εργασίες. Αυτοί οι εργαζόμενοι συνήθως απαιτούν επιπλέον εκπαίδευση ή καθοδήγηση για να ολοκληρώσουν τις εργασίες τους ή να χρησιμοποιήσουν ειδικό εξοπλισμό. Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά σε βιομηχανίες όπου οι θέσεις εργασίας απαιτούν βασική γνώση και εμπειρία αλλά όχι υψηλή ειδίκευση. Χρησιμοποιείται περισσότερο στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντηθεί και στις προφορικές συνομιλίες.
The company is seeking a semiskilled worker to operate the machinery.
Η εταιρεία αναζητά έναν ημιεκπαίδευτο εργαζόμενο για να χειριστεί τον εξοπλισμό.
Many semiskilled workers play a crucial role in the manufacturing industry.
Πολλοί ημιεκπαιδευμένοι εργαζόμενοι διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη βιομηχανία παραγωγής.
A semiskilled worker can often advance to a more skilled position with experience.
Ένας ημιεκπαίδευτος εργαζόμενος μπορεί συχνά να προχωρήσει σε μια πιο εξειδικευμένη θέση με την εμπειρία.
Ο όρος "semiskilled worker" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε επαγγελματικά ή βιομηχανικά συμφραζόμενα. Ακολουθούν ορισμένες παραδείγματα:
Many industries rely heavily on semiskilled workers for their day-to-day operations.
Πολλές βιομηχανίες βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στους ημιεκπαιδευμένους εργαζόμενους για τις καθημερινές τους λειτουργίες.
It’s important to provide training programs for semiskilled workers to enhance their skills.
Είναι σημαντικό να παρέχονται προγράμματα κατάρτισης στους ημιεκπαιδευμένους εργαζόμενους για να βελτιώσουν τις δεξιότητές τους.
Semiskilled workers are often the backbone of the workforce in various sectors.
Οι ημιεκπαιδευμένοι εργαζόμενοι είναι συχνά η ραχοκοκαλιά της εργατικής δύναμης σε διάφορους τομείς.
The demand for semiskilled workers has increased due to the rise in automation.
Η ζήτηση για ημιεκπαιδευμένους εργαζόμενους έχει αυξηθεί λόγω της αύξησης της αυτοματοποίησης.
Many semiskilled workers find job stability through union memberships.
Πολλοί ημιεκπαιδευμένοι εργαζόμενοι βρίσκουν σταθερότητα εργασίας μέσω της συμμετοχής τους σε συνδικάτα.
Ο όρος "semiskilled" προέρχεται από το πρόθεμα "semi-" που σημαίνει "μισό" ή "μερικώς" και τη λέξη "skilled" που σημαίνει "ειδικευμένος". Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση στην οποία η εκπαίδευση ή οι δεξιότητες είναι μερικές και όχι πλήρεις.
Συνώνυμα: - ημιεκπαίδευτος - εργαζόμενος με βασικές δεξιότητες
Αντώνυμα: - εξειδικευμένος εργαζόμενος - εκπαιδευμένος εργαζόμενος
Μέσα από αυτήν την ανάλυση, η έννοια του "semiskilled worker" αποκτά καθαρότητα και γίνεστε ενήμεροι για τη χρήση, σημασία και σχέση του με διάφορα επαγγελματικά και βιομηχανικά πλαίσια.