senator - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

senator (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "senator" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈsɛn.ə.tər/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "senator" αναφέρεται σε ένα μέλος της γερουσία σε διάφορες χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπου οι γερουσιαστές εκλέγονται για να εκπροσωπήσουν τις πολιτείες τους στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Οι γερουσιαστές συμμετέχουν στη νομοθετική διαδικασία και έχουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση νόμων και πολιτικών.

Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά

Η λέξη "senator" χρησιμοποιείται συχνά σε δημόσιες συζητήσεις, τον πολιτικό λόγο, τα ΜΜΕ και τις επίσημες αναφορές. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, αν και είναι επίσης κοινά ακουστική στους προφορικούς πολιτικούς διαλόγους.

Παραδείγματικές προτάσεις

  1. The senator proposed a new bill to improve public transportation.
  2. Ο γερουσιαστής πρότεινε ένα νέο νομοσχέδιο για τη βελτίωση της δημόσιας συγκοινωνίας.

  3. Many constituents have expressed their concerns to the senator.

  4. Πολλοί ψηφοφόροι έχουν εκφράσει τις ανησυχίες τους στον γερουσιαστή.

  5. The senator was praised for her commitment to environmental issues.

  6. Ο γερουσιαστής επαινέθηκε για τη δέσμευσή της απέναντι στα περιβαλλοντικά ζητήματα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "senator" μπορεί να μην είναι συνήθως μέρος κοινών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες πολιτικές φράσεις.

  1. "Senator in the making."
  2. Αναφερόμενος σε κάποιον που έχει τη δυνατότητα να γίνει γερουσιαστής στο μέλλον.
  3. "He shows great leadership skills, he's a senator in the making."
  4. «Δείχνει μεγάλες ηγετικές ικανότητες, είναι ένας γερουσιαστής σε διαδικασία εξέλιξης.»

  5. "A senator with a vision."

  6. Αναφέρεται σε γερουσιαστή που έχει ξεκάθαρους πολιτικούς στόχους και ιδέες.
  7. "She is a senator with a vision for the future."
  8. «Είναι μια γερουσία με όραμα για το μέλλον.»

  9. "The senator took a stand."

  10. Αναφέρεται σε έναν γερουσιαστή που εξέφρασε τη γνώμη του ή πήρε θέση σε ένα ζήτημα.
  11. "The senator took a stand against the proposed legislation."
  12. «Ο γερουσιαστής πήρε θέση ενάντια στο προτεινόμενο νομοσχέδιο.»

Ετυμολογία

Η λέξη "senator" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "senator", που προέρχεται από το "senex", που σημαίνει "γέρος" ή "ηλικιωμένος". Στην αρχαία Ρώμη, οι γερουσιαστές ήταν συνήθως ηλικιωμένοι που είχαν αποκτήσει σοφία και ζωή εμπειρίας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Lawmaker (νομοθέτης) - Legislator (νομοθέτης)

Αντώνυμα: - Citizen (πολίτης), αν και οι πολίτες δεν έχουν τη νομοθετική εξουσία όπως οι γερουσιαστές.



25-07-2024