Επίθετο
/ˌsɛn.əˈtɔːr.i.ən/
Η λέξη "senatorian" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με γερουσιαστές ή με τη Γερουσία. Συνήθως αναφέρεται σε πολιτικά ζητήματα, καταστάσεις ή χαρακτηριστικά που αφορούν τους γερουσιαστές ή το θεσμό της Γερουσίας. Είναι μια λιγότερο συχνή λέξη και χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό λόγο και σε πολιτικές αναλύσεις.
Η γερουσιακή επιτροπή εξέτασε προσεκτικά την προτεινόμενη νομοθεσία.
His senatorian duties require him to attend multiple sessions each week.
Οι γερουσιακές του υποχρεώσεις απαιτούν να παρακολουθεί πολλές συνεδριάσεις κάθε εβδομάδα.
The senatorian debate was heated and full of differing opinions.
Η λέξη "senatorian" δεν εμφανίζεται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά παρακάτω είναι παραδείγματα που μπορεί να σχετίζονται με πολιτικά συμφραζόμενα:
Έχει μια γερουσιακή παρουσία που επιβάλλει σεβασμό.
"Addressing senatorian issues requires careful consideration of the electorate."
Η αντιμετώπιση γερουσιακών ζητημάτων απαιτεί προσεκτική εξέταση του εκλογικού σώματος.
"The senatorian legacy of her father continues to influence her decisions."
Η λέξη "senatorian" προέρχεται από το λατινικό "senator" που σημαίνει γερουσιαστής, συνδυασμένο με την κατάληξη "-ian" που συχνά υποδηλώνει σχέση ή συσχέτιση με κάτι.
Συνώνυμα: - γερουσιακός - πολιτικός (σε συγκεκριμένο πλαίσιο)
Αντώνυμα: - μη γερουσιακός - δημοτικός (όσον αφορά σε τοπικά στελέχη)
Αυτή η ανάλυση για τη λέξη "senatorian" προσφέρει μια ολοκληρωμένη κατανόηση της έννοιάς της, καθώς και παραδείγματα και ετυμολογικές πληροφορίες.