Φράση (Noun Phrase) – "sensitization test" λειτουργεί ως ονοματική φράση.
/sɛnsɪtəˈzeɪʃən tɛst/
Ο όρος "sensitization test" αναφέρεται σε ένα ιατρικό ή επιστημονικό τεστ που χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει αν ένα άτομο έχει αναπτύξει ευαισθησία ή αλλεργική αντίδραση σε ειδικές ουσίες (αλεργιογόνα). Χρησιμοποιείται συχνά σε τομείς όπως η αλλεργιολογία και η ανοσολογία. Η συχνότητα χρήσης του είναι μεγαλύτερη σε γραπτά κείμενα και επιστημονικές εργασίες παρά σε προφορικές συνομιλίες.
The doctor recommended a sensitization test to determine the cause of the allergic reaction.
Ο γιατρός πρότεινε μια δοκιμή ευαισθητοποίησης για να προσδιορίσει την αιτία της αλλεργικής αντίδρασης.
Before starting the treatment, we need to perform a sensitization test.
Πριν αρχίσουμε τη θεραπεία, πρέπει να εκτελέσουμε μια δοκιμή ευαισθητοποίησης.
Ο όρος "sensitization test" δεν είναι μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά έχει κάποιες φράσεις σχετικές με τον τομέα της ιατρικής:
"The sensitization test provides important insights into the patient's allergies."
Η δοκιμή ευαισθητοποίησης παρέχει σημαντικές γνώσεις σχετικά με τις αλλεργίες του ασθενούς.
"A positive sensitization test indicates an immune response to specific allergens."
Ένα θετικό αποτέλεσμα στη δοκιμή ευαισθητοποίησης υποδηλώνει μια ανοσολογική αντίδραση σε συγκεκριμένα αλλεργιογόνα.
"After the sensitization test, we can tailor the treatment plan accordingly."
Μετά τη δοκιμή ευαισθητοποίησης, μπορούμε να προσαρμόσουμε την θεραπευτική στρατηγική αναλόγως.
Ο όρος "sensitization" προέρχεται από τη ρίζα "sensitive" που σημαίνει "ευαίσθητος", με την προσθήκη της κατάληξης "-ation" που υποδηλώνει την πράξη ή τη διαδικασία. Ο όρος "test" προέρχεται από τη λατινική λέξη "testari" που σημαίνει "δοκιμάζω" ή "εξετάζω".
Συνώνυμα:
- Allergy test (Δοκιμή αλλεργίας)
- Reactivity test (Δοκιμή αντιδραστικότητας)
Αντώνυμα:
- Desensitization (Αποευαισθητοποίηση)
- Unresponsiveness (Μη ανταπόκριση)