sentimental - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

sentimental (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Sentimental είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/sɛn.təˈmɛn.təl/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

  1. Συναισθηματικός
  2. Ρομαντικός
  3. Συγκινητικός

Σημασία της λέξης

Η λέξη sentimental αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με ή προκαλεί συναισθηματική ανταπόκριση ή συναίσθημα. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις ή πράγματα που προκαλούν νοσταλγία ή έντονα συναισθήματα. Η λέξη χρησιμοποιείται σε ποικιλία συμφραζομένων, αλλά μπορεί να φέρει και μια αρνητική έννοια όταν αναφέρεται σε υπερβολικές ή παθιασμένες συναισθηματικές αντιδράσεις. Είναι συχνά πιο κοινή στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να βρεθεί στον προφορικό.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. She has a very sentimental view of love.
    (Έχει μια πολύ συναισθηματική άποψη για τον έρωτα.)

  2. That movie was so sentimental that it made me cry.
    (Αυτή η ταινία ήταν τόσο συγκινητική που με έκανε να κλάψω.)

  3. He kept all the sentimental gifts from his childhood.
    (Διατήρησε όλα τα συναισθηματικά δώρα από την παιδική του ηλικία.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "sentimental" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα:

  1. Sentimental value
    Refers to the emotional worth of an object rather than its monetary value.
    (Αναφέρεται στην συναισθηματική αξία ενός αντικειμένου αντί για την χρηματική του αξία.)
    Example: This ring has a lot of sentimental value to me.
    (Αυτό το δαχτυλίδι έχει μεγάλη συναισθηματική αξία για μένα.)

  2. Don't get too sentimental
    A phrase used to advise someone not to become too emotionally attached or affected.
    (Φράση που χρησιμοποιείται για να συμβουλέψει κάποιον να μην γίνει πολύ συναισθηματικά προσκολλημένος ή επηρεασμένος.)
    Example: During the farewell, she told him not to get too sentimental.
    (Κατά την αποχαιρετιστήρια στιγμή, του είπε να μην γίνει πολύ συναισθηματικός.)

  3. Sentimental journey
    A term used to describe a trip taken for emotional reasons, often relating to nostalgia.
    (Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα ταξίδι που γίνεται για συναισθηματικούς λόγους, συχνά με νοσταλγία.)
    Example: They took a sentimental journey to their hometown.
    (Έκαναν ένα συναισθηματικό ταξίδι στην πατρίδα τους.)

Ετυμολογία

Η λέξη "sentimental" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "sentimental," που σημαίνει "συναισθηματικός" και έχει τις ρίζες της στη λατινική λέξη "sentimentum," που σημαίνει "συναίσθημα" ή "αίσθηση."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Emotional - Nostalgic - Romantic

Αντώνυμα: - Unemotional - Indifferent - Pragmatic



25-07-2024