Sentimental είναι επίθετο.
/sɛn.təˈmɛn.təl/
Η λέξη sentimental αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με ή προκαλεί συναισθηματική ανταπόκριση ή συναίσθημα. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις ή πράγματα που προκαλούν νοσταλγία ή έντονα συναισθήματα. Η λέξη χρησιμοποιείται σε ποικιλία συμφραζομένων, αλλά μπορεί να φέρει και μια αρνητική έννοια όταν αναφέρεται σε υπερβολικές ή παθιασμένες συναισθηματικές αντιδράσεις. Είναι συχνά πιο κοινή στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να βρεθεί στον προφορικό.
She has a very sentimental view of love.
(Έχει μια πολύ συναισθηματική άποψη για τον έρωτα.)
That movie was so sentimental that it made me cry.
(Αυτή η ταινία ήταν τόσο συγκινητική που με έκανε να κλάψω.)
He kept all the sentimental gifts from his childhood.
(Διατήρησε όλα τα συναισθηματικά δώρα από την παιδική του ηλικία.)
Η λέξη "sentimental" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα:
Sentimental value
Refers to the emotional worth of an object rather than its monetary value.
(Αναφέρεται στην συναισθηματική αξία ενός αντικειμένου αντί για την χρηματική του αξία.)
Example: This ring has a lot of sentimental value to me.
(Αυτό το δαχτυλίδι έχει μεγάλη συναισθηματική αξία για μένα.)
Don't get too sentimental
A phrase used to advise someone not to become too emotionally attached or affected.
(Φράση που χρησιμοποιείται για να συμβουλέψει κάποιον να μην γίνει πολύ συναισθηματικά προσκολλημένος ή επηρεασμένος.)
Example: During the farewell, she told him not to get too sentimental.
(Κατά την αποχαιρετιστήρια στιγμή, του είπε να μην γίνει πολύ συναισθηματικός.)
Sentimental journey
A term used to describe a trip taken for emotional reasons, often relating to nostalgia.
(Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα ταξίδι που γίνεται για συναισθηματικούς λόγους, συχνά με νοσταλγία.)
Example: They took a sentimental journey to their hometown.
(Έκαναν ένα συναισθηματικό ταξίδι στην πατρίδα τους.)
Η λέξη "sentimental" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "sentimental," που σημαίνει "συναισθηματικός" και έχει τις ρίζες της στη λατινική λέξη "sentimentum," που σημαίνει "συναίσθημα" ή "αίσθηση."
Συνώνυμα: - Emotional - Nostalgic - Romantic
Αντώνυμα: - Unemotional - Indifferent - Pragmatic