Separation property είναι φράση που λειτουργεί ως όρος (noun phrase) στην αγγλική γλώσσα.
/phɪˈrɑpərti/
Ο όρος "separation property" αναφέρεται σε μια ιδιότητα ή χαρακτηριστικό που επιτρέπει τον διαχωρισμό ή τη διάκριση μεταξύ δύο ή περισσότερων στοιχείων, συνήθως σε επιστημονικά, μαθηματικά ή νομικά συμφραζόμενα. Χρη используется συχνά σε τομείς όπως η τοπολογία, η στατιστική και η νομική.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται συχνότερα σε γραπτά κείμενα, ειδικά σε ακαδημαϊκά ή τεχνικά κείμενα, και λιγότερο στον προφορικό λόγο.
Η ιδιότητα διαχωρισμού εξασφαλίζει ότι διακριτά σημεία μπορούν να χαρτογραφηθούν σε διακριτές γειτονιές στην τοπολογία.
In legal terms, the separation property of assets is crucial during a divorce.
Ο όρος "separation property" δεν είναι ευρέως διαδεδομένος σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά συνδέεται με αρκετές επιστημονικές και νομικές φράσεις:
Η ιδιότητα διαχωρισμού στη θεωρία συνόλων περιγράφει πώς μπορούν να προσδιοριστούν διακριτά σύνολα.
The concept of separation property plays a vital role in the study of probability distributions.
Η έννοια της ιδιότητας διαχωρισμού παίζει ζωτικής σημασίας ρόλο στη μελέτη των κατανομών πιθανότητας.
Understanding the separation property helps in evaluating the independence of random variables.
Η λέξη "separation" προέρχεται από το λατινικό "separatio," που σημαίνει "διαχωρισμός," και "property" προέρχεται από το λατινικό "proprietas," που σημαίνει "ιδιοκτησία" ή "χαρακτηριστικό."
Συνώνυμα: - Distinction characteristic - Division property
Αντώνυμα: - Unity property - Connection property