Επίθετο
/ˌsɛp.tɪˈpɑːr.taɪt/
Η λέξη "septipartite" αναφέρεται σε κάτι που αποτελείται από ή διαιρείται σε επτά μέρη ή τμήματα. Χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά ή τεχνικά πλαίσια για να περιγράψει διαρθρώσεις, συμφωνίες ή εκθέσεις που έχουν επτά διαιρέσεις.
Η λέξη χρησιμοποιείται σπανιότερα στη καθημερινή γλώσσα και είναι πιο κοινή σε γραπτές ή ακαδημαϊκές αναφορές.
Η συνθήκη ήταν δομημένη ως επταμελής συμφωνία για να εξασφαλιστεί ότι όλα τα μέλη είχαν ίση εκπροσώπηση.
The professor discussed the septipartite nature of the ecosystem during his lecture.
Ο καθηγητής συζήτησε τη επταμελή φύση του οικοσυστήματος κατά τη διάρκεια της διάλεξής του.
The committee formed a septipartite plan to address the various issues facing the community.
Η λέξη "septipartite" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε ευρύτερα συμφραζόμενα με άλλες επιστημονικές ή τεχνικές έννοιες.
Σε μια επταμελή συζήτηση, κάθε μέλος παρουσίασε τις απόψεις του καθαρά και συνοπτικά.
The project was too complex, requiring a septipartite analysis to fully understand its implications.
Το έργο ήταν πολύ περίπλοκο, απαιτώντας μια επταμελή ανάλυση για να κατανοήσουμε πλήρως τις επιπτώσεις του.
Rarely do we see a septipartite split in decision-making processes, as most groups prefer simpler structures.
Η λέξη προέρχεται από τη λατινική λέξη "septem," που σημαίνει "επτά," και την ελληνική λέξη "partite," που σημαίνει "διαιρούμενος" ή "χωρισμένος".
Συνώνυμα: - Επταμερής - Επταμελής
Αντώνυμα: - Μονομερής - Διμελής (δύο μερών)