Το "sequential" είναι επίθετο.
/seˈkwɛnʃəl/
Η λέξη "sequential" αναφέρεται σε κάτι που είναι οργανωμένο με τη σειρά, σε μια διαδοχή ή αλληλουχία. Χρησιμοποιείται συχνά στην αγγλική γλώσσα για να περιγράψει διαδικασίες, γεγονότα ή στοιχεία που συμβαίνουν το ένα μετά το άλλο. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε επιστημονικά, τεχνικά και μαθηματικά πλαίσια.
Τα δεδομένα παρουσιάστηκαν με διαδοχικό τρόπο για σαφήνεια.
The book explains the sequential steps required to complete the project.
Το βιβλίο εξηγεί τα διαδοχικά βήματα που απαιτούνται για την ολοκλήρωση του έργου.
Sequential processing is essential for this type of algorithm.
Η λέξη "sequential" χρησιμοποιείται επίσης σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε τεχνικά ή επιστημονικά πλαίσια.
"Σε διαδοχική σειρά, κάθε φάση βασίζεται στην προηγούμενη."
"The sequential logic of the argument made it easy to understand."
"Η διαδοχική λογική του επιχειρήματος το έκανε εύκολο να κατανοηθεί."
"He followed a sequential approach to solve the problem."
"Ακολούθησε μια διαδοχική προσέγγιση για να λύσει το πρόβλημα."
"In programming, sequential execution of commands is crucial."
"Στον προγραμματισμό, η διαδοχική εκτέλεση εντολών είναι κρίσιμη."
"Understanding the sequential flow of events is important in this study."
Η λέξη "sequential" προέρχεται από το λατινικό "sequentia", που σημαίνει "ακολουθία". Παρόμοια, η ελληνική λέξη "διαδοχή" σχετίζεται με το ιδεατό της αλληλουχίας.
Συνώνυμα: - κανονικός - διαδοχικός - συνεχής
Αντώνυμα: - τυχαίος - διαλείπων - αναρθμός
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "sequential" και της χρήσης της στη γλώσσα Αγγλικά.