Serac είναι ουσιαστικό (noun).
/ˈsɛræk/
Το serac αναφέρεται σε ένα μεγάλο μπλοκ πάγου ή έναν κομμάτι παγωμένης μάζας που σχηματίζεται σε έναν παγετώνα, συνήθως σε περιοχές όπου το πάχος του πάγου είναι αρκετά μεγάλο ώστε να κρημνίζεται. Στη γλώσσα των ορειβατών και των γεωλόγων, το serac είναι γνωστό για την επικινδυνότητά του, καθώς μπορεί να καταρρεύσει ξαφνικά.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη εμφανίζεται κυρίως σε ειδικές επιστημονικές ή γεωγραφικές περιγραφές, καθώς και σε κείμενα που σχετίζονται με ορειβασία. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Οι ορειβάτες έπρεπε να πλοηγηθούν προσεκτικά γύρω από τον σεράκ για να αποφύγουν μια χιονοστιβάδα.
A large serac collapsed just minutes after they passed by.
Ένας μεγάλος σεράκ κατέρρευσε λίγα λεπτά αφότου πέρασαν.
The route was blocked due to a massive serac falling on the path.
Η λέξη "serac" δεν είναι κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις όπως άλλες λέξεις μπορεί να είναι, αλλά οι παρακάτω φράσεις περιλαμβάνουν το serac σε σχετικό πλαίσιο:
Η αναρρίχηση υπό τη σκιά του σεράκ μπορεί να είναι και εντυπωσιακή και επικίνδυνη.
Experienced mountaineers know that a sudden shift in weather can destabilize a serac.
Οι έμπειροι ορειβάτες γνωρίζουν ότι μια ξαφνική αλλαγή στον καιρό μπορεί να αποσταθεροποιήσει ένα σεράκ.
The team's decision to avoid certain seracs proved to be wise after some collapsed.
Η λέξη "serac" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "serac," που σημαίνει "πολύ παγωμένο ή σπασμένος πάγος," ενώ η προέλευση της γαλλικής λέξης παραμένει ασαφής.
Συνώνυμα: - Ice block (πάγος) - Ice tower (πάγος πύργος)
Αντώνυμα: - Meltwater (λιωμένο νερό) - Liquid water (υγρό νερό)
Αυτή η πληροφορία προσφέρει μια πλήρη εικόνα για τη λέξη "serac" και τονίζει τη σημασία της στο πεδίο των γεωλογικών και ορειβατικών αναφορών.