Ουσιαστικό
/səˈrɑːp/
Το “serape” αναφέρεται σε ένα παραδοσιακό, πολύχρωμο ρούχο, συνήθως φτιαγμένο από μαλλί ή βαμβάκι, που προκαλείται συχνά στο Μεξικό και χρησιμοποιείται ως κάλυμμα ή μανδύας. Το serape μπορεί να είναι μεγαλύτερο και να φοριέται πάνω από τον ώμο ή να χρησιμοποιείται ως σκέπασμα. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αν και στις περιπτώσεις αναφοράς στην παραδοσιακή ένδυση εμφανίζεται περισσότερο στις συζητήσεις και στα κείμενα σχετικά με τη ρουχισμό και την πολιτιστική κληρονομιά.
He wrapped the serape around his shoulders to keep warm.
(Τύλιξε το σεράπε γύρω από τους ώμους του για να ζεσταθεί.)
The vibrant colors of the serape are a hallmark of Mexican culture.
(Τα ζωντανά χρώματα του σεράπε είναι ένα χαρακτηριστικό της Μεξικανικής κουλτούρας.)
She bought a beautiful serape at the local market.
(Αγόρασε ένα όμορφο σεράπε στην τοπική αγορά.)
Παρόλο που η λέξη "serape" δεν είναι ιδιαίτερα συχνά παρούσα σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να συναντήσουμε κάποιες σχετικές περιστάσεις:
"To wrap someone in a serape of kindness."
(Να τυλίξεις κάποιον με ένα σεράπε καλοσύνης.)
(Σημαίνει να δείξεις συμπόνια ή φροντίδα σε κάποιον.)
"Living life like a serape: vibrant and full of color."
(Να ζεις τη ζωή σαν ένα σεράπε: ζωντανή και γεμάτη χρώμα.)
(Σημαίνει να ζεις με ενθουσιασμό και θετικότητα.)
"In the warmth of a serape, all worries fade away."
(Στη ζεστασιά ενός σεράπε, όλες οι ανησυχίες εξαφανίζονται.)
(Σημαίνει ότι σε προσιτούς και άνετους χώρους, τα προβλήματα φαίνονται λιγότερο σημαντικά.)
Η λέξη "serape" προέρχεται από το ισπανικό "serape", το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από τη ναυτική παράδοση και εισήχθη από τους Ισπανούς κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας.
Συνώνυμα:
- Μανδύας
- Σκέπασμα
Αντώνυμα:
- Εκθέτω (σε σχέση με την κάλυψη ή την προστασία που παρέχει το σεράπε)
Αυτή είναι η πλήρης ανάλυση της λέξης "serape".