Σύνθετο ουσιαστικό (compound noun)
/ˈsɑːr.dʒənt æt ɑːrmz/
Ο όρος "sergeant-at-arms" αναφέρεται σε ένα μέλος, συχνά σε στρατιωτικό ή κυβερνητικό πλαίσιο, υπεύθυνο για την ασφάλεια και την τάξη σε συνόδους ή συνεδριάσεις. Συχνά βαρύνεται με την ευθύνη να διασφαλίσει την τάξη κατά τη διάρκεια επίσημων συνεδριάσεων ή εκδηλώσεων.
Ο σκαπανέας διασφάλισε ότι η συνάντηση προχωρούσε χωρίς διαταραχές.
During the conference, the sergeant-at-arms enforced the rules for all attendees.
Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου, ο περίπολος εφάρμοσε τους κανόνες για όλους τους παρευρισκόμενους.
The university elected a new sergeant-at-arms to maintain order during events.
Ο όρος "sergeant-at-arms" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά, αλλά είναι ακόμα σημαντικός σε συγκεκριμένα πλαίσια.
Ο όρος προέρχεται από τη μέση Αγγλική φράση "sergeant" (ουσιαστικά означает "υπάλληλος") και "arms" (όπλα, δύναμη), αναφερόμενος ιστορικά σε κάποιον που είχε την ευθύνη για την ασφάλεια που σχετίζεται με όπλα ή ασφαλή διατήρηση της τάξης.