Η λέξη "serologic" αναφέρεται σε γεγονότα ή διαδικασίες που σχετίζονται με ορό, συνήθως σε ιατρικό πλαίσιο που σχετίζεται με την ανάλυση του ορού αίματος για την ταυτοποίηση προσδιοριστικών αντισωμάτων. Χρησιμοποιείται συχνά σε συνδυασμό με αναλύσεις και δοκιμές για ασθένειες και λοιμώξεις.
Οι ορολογικές εξετάσεις επιβεβαίωσαν την παρουσία αντισωμάτων στον ασθενή.
Researchers are studying serologic responses to various viruses.
Η λέξη "serologic" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, δεδομένου ότι το πλαίσιο της είναι περισσότερο επιστημονικό και τεχνικό. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες σχετικές εκφράσεις:
Ένας ορολογικός δείκτης μπορεί να υποδείξει προηγούμενες λοιμώξεις.
The serologic profile of a patient can guide treatment decisions.
Το ορολογικό προφίλ ενός ασθενή μπορεί να καθοδηγήσει αποφάσεις θεραπείας.
Many serologic assays are used for early disease detection.
Η λέξη "serologic" προέρχεται από τη λέξη "serum" (ορός) σε συνδυασμό με το ελληνικό πρόθεμα "-logic", που παραπέμπει σε μελέτη ή επιστήμη.
αντισωματικός
Αντώνυμα: