Ρήμα
/ˈsɛrəˌtjuːleɪt/
Η λέξη "serratulate" προέρχεται από την επιστήμη της βιολογίας και χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη μορφή κάποιων βιολογικών οργανισμών. Συγκεκριμένα, αναφέρεται σε μια οντότητα με σχήμα που παραπέμπει σε οδοντωτές ή κομμένες άκρες, σαν αυτές που παρατηρούνται σε διάφορους τύπους φύλλων ή οργανισμών.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά Ο όρος "serratulate" χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά κείμενα και περιγραφές βιολογικών χαρακτηριστικών, επομένως η συχνότητά του είναι μεγαλύτερη στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
The leaves of this plant are serratulate, giving them a unique appearance.
(Τα φύλλα αυτού του φυτού είναι νεραϊδολευκον, δίνοντάς τους μια μοναδική εμφάνιση.)
The serratulate edges of the leaf help in better water drainage.
(Οι ελαφρά κομμάτια άκρες του φύλλου βοηθούν στη καλύτερη αποστράγγιση του νερού.)
Many insects have serratulate body parts that aid in their survival.
(Πολλά έντομα έχουν νεραϊδολευκον μέρη σώματος που βοηθούν στην επιβίωσή τους.)
Η λέξη "serratulate" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή αγγλική γλώσσα, καθώς η χρήση της περιορίζεται σε πιο εξειδικευμένα επιστημονικά συμφραζόμενα. Ωστόσο, μπορούμε να δημιουργήσουμε κάποιες φράσεις που περιλαμβάνουν την λέξη:
The serratulate nature of the plant's foliage makes it more appealing to gardeners.
(Η νεραϊδολευκον φύση του φυλλώματος του φυτού το καθιστά πιο ελκυστικό για τους κηπουρούς.)
Discovering serratulate characteristics in different species can enhance our understanding of evolution.
(Η ανακάλυψη νεραϊδολευκον χαρακτηριστικών σε διάφορα είδη μπορεί να ενισχύσει την κατανόησή μας για την εξέλιξη.)
The serratulate formations in the fossil suggest a unique adaptive strategy.
(Οι νεραϊδολευκον σχηματισμοί στο απολίθωμα υποδηλώνουν μια μοναδική στρατηγική προσαρμογής.)
Η λέξη "serratulate" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "serratulus," που σημαίνει "μικρός οδοντωτός" ή "κομμένος". Η ρίζα της λέξης "serrat" σημαίνει "οδοντωτός" από το Λατινικό "serra", που αναφέρεται σε πριόνια ή οδόντες.
Συνώνυμα: - toothed - serrated
Αντώνυμα: - smooth - flat