Όρος
/ˈsɛr.əm ˈnjuː.trə.laɪ.zɪŋ ˈæn.tɪˌbɑː.di/
Ο όρος "serum neutralizing antibody" αναφέρεται σε ένα είδος αντισώματος που παράγεται στο αίμα (όρος) και έχει την ικανότητα να εξουδετερώνει ιούς ή άλλους παθογόνους παράγοντες, εμποδίζοντας τους να μολύνουν τα κύτταρα. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά και βιολογικά συμφραζόμενα, κυρίως σε έρευνες για εμβόλια και ανοσοποιητικά συστήματα.
Αυτός ο όρος είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενος σε επιστημονικές και ιατρικές γραπτές αναφορές, αλλά μπορεί επίσης να ακούγεται σε προφορικές συζητήσεις σχετικά με ανοσολογία.
Τα επίπεδα των αντισωμάτων εξουδετέρωσης ορού του ασθενούς μετρήθηκαν για να αξιολογηθεί η ανοσολογική αντίδραση.
Researchers are studying the effectiveness of the vaccine by analyzing serum neutralizing antibody production.
Ο όρος "serum neutralizing antibody" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά είναι κρίσιμος σε επιστημονικά συμφραζόμενα. Εδώ είναι μερικές προτάσεις που περιλαμβάνουν τον όρο:
Η ανακάλυψη νέων αντισωμάτων εξουδετέρωσης ορού θα μπορούσε να φέρει επανάσταση στις επιλογές θεραπείας για λοιμώδεις νόσους.
A high concentration of serum neutralizing antibodies is crucial for effective immunization.
Μια υψηλή συγκέντρωση αντισωμάτων εξουδετέρωσης ορού είναι κρίσιμη για αποτελεσματική εμβολιασμό.
Evaluating serum neutralizing antibodies post-vaccination can indicate the level of protection an individual has.
Ο όρος "serum" προέρχεται από το λατινικό "serum," που σημαίνει "υγρό", και η λέξη "antibody" προέρχεται από τα ελληνικά "αντί" (κατά) και "σώμα" (σώμα), αναφερόμενη σε πρωτεΐνες που παράγονται από το ανοσοποιητικό σύστημα για να επιτεθούν σε ξένους παράγοντες.
Συνώνυμα: - αντισώματα που εξουδετερώνουν - ορούχα νευροποιητικά αντισώματα
Αντώνυμα: - μη εξουδετερωτικά αντισώματα - επιθετικά αντισώματα
Αυτό το κείμενο παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα του όρου "serum neutralizing antibody" με όλες τις σχετικές πληροφορίες.