Ρήμα (serve) + Αντριώσιο επίρρημα (abroad)
/ sɜːrv əˈbrɔːd /
Το "serve abroad" σημαίνει να παρέχεις υπηρεσίες ή να συμμετέχεις σε δραστηριότητες σε μια χώρα που δεν είναι η πατρίδα σου. Στη γλώσσα των Αγγλόφωνων, αυτό μπορεί να αναφέρεται σε θέσεις εργασίας ή σε αποστολές σε διεθνές επίπεδο, όπως στρατιωτικές υπηρεσίες, διπλωματία, ή επαγγελματική ανάπτυξη.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο αλλά και στον προφορικό λόγο, συνήθως σε συζητήσεις που αφορούν επαγγελματικά περιβάλλοντα, καριέρες και διεθνείς σχέσεις.
Αποφάσισα να υπηρετήσω στο εξωτερικό για δύο χρόνια για να αποκτήσω διεθνή εμπειρία.
Many young professionals are eager to serve abroad and learn about different cultures.
Πολλοί νέοι επαγγελματίες είναι πρόθυμοι να υπηρετήσουν στο εξωτερικό και να μάθουν για διαφορετικούς πολιτισμούς.
After his graduation, he was offered a chance to serve abroad in a humanitarian mission.
Η φράση "serve abroad" δεν είναι ευρέως γνωστή ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να βρείτε σχετικές εκφράσεις που σχετίζονται με την υπηρεσία ή την εργασία στο εξωτερικό:
"Πολλοί στρατιώτες είναι περήφανοι που υπηρετούν τη χώρα στο εξωτερικό."
"Serve in a foreign land":
"Οι διπλωμάτες συχνά υπηρετούν σε ξένη γη για να ενισχύσουν τις διεθνείς σχέσεις."
"Serving abroad with distinction":
Αυτές οι πληροφορίες πρέπει να σας δώσουν μια ολοκληρωμένη εικόνα σχετικά με τη φράση "serve abroad".