Η φράση "service rack" χρησιμεύει ως ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA):
/ˈsɜːrvɪs ræk/
Η φράση "service rack" αναφέρεται σε έναν τύπο ραφιού που χρησιμοποιείται συνήθως για την αποθήκευση και οργάνωση εξοπλισμού ή αγαθών που σχετίζονται με υπηρεσίες, όπως είναι ο εξοπλισμός γραφείου, τα εργαλεία συντήρησης ή άλλα αντικείμενα που μπορεί να χρειάζονται κατά την εκτέλεση υπηρεσιών. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως σε επαγγελματικά και τεχνικά πλαίσια. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτές αναφορές και οδηγίες, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικές συζητήσεις σε επαγγελματικά περιβάλλοντα.
The technician placed the tools on the service rack for easy access.
Ο τεχνικός τοποθέτησε τα εργαλεία στο υπηρεσιακό ράφι για εύκολη πρόσβαση.
We need to organize the items on the service rack before the event starts.
Πρέπει να οργανώσουμε τα αντικείμενα στο υπηρεσιακό ράφι πριν αρχίσει η εκδήλωση.
Η φράση "service rack" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στα αγγλικά, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένα επαγγελματικά συμφραζόμενα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα χρήσης σε επαγγελματικά περιβάλλοντα:
Make sure everything is neatly arranged on the service rack before the customers arrive.
Βεβαιωθείτε ότι όλα είναι τακτοποιημένα στο υπηρεσιακό ράφι πριν φτάσουν οι πελάτες.
The service rack is crucial for maintaining an organized workspace.
Το υπηρεσιακό ράφι είναι κρίσιμο για τη διατήρηση ενός οργανωμένου χώρου εργασίας.
We can’t afford to misplace any tools on the service rack; it would slow down our service.
Δεν μπορούμε να αντέξουμε οικονομικά να χάσουμε εργαλεία στο υπηρεσιακό ράφι, θα καθυστερούσε την εξυπηρέτησή μας.
Η λέξη "service" προέρχεται από τη λατινική λέξη "servitium," που σημαίνει "υπηρεσία" ή "καθήκον". Η λέξη "rack" προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "rak," που σημαίνει "στρώμα" ή "σύστημα υποστήριξης".
Συνώνυμα: - storage rack (ράφι αποθήκευσης) - shelving unit (μονάδα ραφιών)
Αντώνυμα: - disorganization (μη οργάνωση) - clutter (αναρχία)