Το "set straight" είναι ένα ρήμα και μια ιδιωματική φράση.
/ˈsɛt streɪt/
Η φράση "set straight" σημαίνει να διορθώσεις ή να ξεκαθαρίσεις μια κατάσταση ή μια παρανόηση. Συνήθως χρησιμοποιείται για να αναφέρεται στην αποκατάσταση της αλήθειας ή στην αποσαφήνιση μπερδεμένων πληροφοριών. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε γραπτά κείμενα.
Πρέπει να διορθώσουμε τις παρεξηγήσεις σχετικά με το έργο.
After the meeting, she wanted to set straight his misplaced comments.
Μετά τη συνάντηση, ήθελε να διορθώσει τα λανθασμένα σχόλια του.
He took the time to set straight the rumors circulating in the office.
Η φράση "set straight" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις για να δηλώσει τη διόρθωση ή την αποσαφήνιση:
Είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε τα γεγονότα.
Set someone straight: I had to set him straight about his responsibilities.
Έπρεπε να τον διορθώσω σχετικά με τις ευθύνες του.
Set things straight: Let's set things straight before making any decisions.
Ας ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα πριν λάβουμε οποιεσδήποτε αποφάσεις.
Set the story straight: She wants to set the story straight about what really happened.
Θέλει να ξεκαθαρίσει την ιστορία για το τι πραγματικά συνέβη.
Set straight the issues: The manager will set straight the issues raised in the feedback.
Η φράση "set straight" προέρχεται από τις λέξεις "set" (τοποθετώ) και "straight" (ευθεία). Ο συνδυασμός των δύο δηλώνει τη διαδικασία τοποθέτησης ή διόρθωσης σε μια σωστή ή ευθεία κατάσταση.
Συνώνυμα: - Correct - Clarify - Rectify
Αντώνυμα: - Confuse - Mislead - Obscure