Η φράση "settle for" αποτελείται από το ρήμα "settle" και την προθετική λέξη "for", και μπορεί να αναλυθεί ως εξής:
Η φράση "settle for" χρησιμοποιείται κυρίως για να υποδηλώσει ότι κάποιος αποδέχεται μια λιγότερο επιθυμητή κατάσταση ή επιλογή, συνήθως λόγω της απουσίας καλύτερων επιλογών ή λόγω περιορισμών. Συνήθως ακολουθείται από μια άλλη φράση που εκφράζει την κατάσταση ή την απόφαση που έγινε αποδεκτή.
Η φράση "settle for" χρησιμοποιείται αρκετά συχνά στην καθημερινή αγγλική γλώσσα, ιδίως σε συνομιλίες σχετικά με τις προσδοκίες και τους συμβιβασμούς. Η χρήση της μπορεί να ποικίλει ανάλογα με το περιβάλλον, είναι πιθανότερο να χρησιμοποιείται σε λιγότερο επίσημες περιστάσεις.
Η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο. Ωστόσο, είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, καθώς εκφράζει συναισθηματική κατάσταση ή απόφαση.
"Ήθελα μια καλύτερη δουλειά, αλλά έπρεπε να καταλήξω σε αυτήν."
She didn't get her dream house, so she settled for a smaller apartment.
"Δεν πήρε το σπίτι των ονείρων της, οπότε συμβιβάστηκε με ένα μικρότερο διαμέρισμα."
If I can't find the perfect dress, I'll settle for something I like.
Η λέξη "settle" προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική λέξη "setlen", που σημαίνει "να τοποθετήσω" ή "να τακτοποιήσω". Συνδυάζεται με την πρόθεση "for", που έχει ρίζα στην αρχαία αγγλική και σημαίνει "για". Έτσι, η φράση "settle for" υποδηλώνει μια απόφαση ή επιλογή που βασίζεται σε κάποιο είδος περιορισμού ή αναγκαιότητας.