sexual arousal: Ουσιαστικό
/ˈsɛkʃuəl əˈraʊzəl/
Η φράση "sexual arousal" αναφέρεται στην κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο βιώνει σεξουαλική διέγερση ή έντονη επιθυμία. Αυτή η φράση χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της ψυχολογίας, της ιατρικής και των κοινωνικών επιστημών. Είναι πιο συχνά παρατηρούμενη σε γραπτές μορφές, όπως άρθρα και ερευνητικές εργασίες, αν και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε προφορικές συζητήσεις σχετικά με το σεξ και την ψυχολογία.
Η σεξουαλική διέγερση μπορεί να επηρεαστεί από διάφορα ερεθίσματα.
Many factors contribute to sexual arousal.
Πολλοί παράγοντες συμβάλλουν στη σεξουαλική διέγερση.
Understanding sexual arousal is essential for healthy relationships.
Στην αγγλική γλώσσα, η φράση "sexual arousal" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις όπως άλλες πιο κοινές λέξεις. Ωστόσο, μπορεί να εμφανίζεται σε κείμενα που συζητούν θέματα όπως η σεξουαλικότητα, η ψυχολογία ή η σχέση με το φύλο. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα χρήσης της φράσης:
Η ταινία εξερεύνησε το θέμα της σεξουαλικής διέγερσης μέσω των χαρακτήρων της.
Her perfume seemed to trigger his sexual arousal.
Το άρωμά της φάνηκε να προκαλεί τη σεξουαλική διέγερση του.
They discussed the psychology of sexual arousal in the seminar.
Η φράση "sexual arousal" προέρχεται από το αγγλικό "sexual," που σημαίνει "σεξουαλικός" και το "arousal," που προέρχεται από το λατινικό "arousal," που σημαίνει "να ξυπνάς" ή "να εγείρεις." Η σύνθεση των δύο λέξεων αποδίδει την έννοια της ενεργοποίησης ή διεγέρσεως που σχετίζεται με τη σεξουαλικότητα.
Συνώνυμα: - σεξουαλική διέγερση - ερωτική ανάταση
Αντώνυμα: - σεξουαλική καταστολή - αποσύνθεση σεξουαλικότητας