Shearing resistance είναι ένα ουσιαστικό.
/ˈʃɪərɪŋ rɪˈzɪstəns/
Shearing resistance αναφέρεται στην ικανότητα ενός υλικού ή μιας δομής να αντιστέκεται στην κοπή ή την παραμόρφωση όταν εφαρμόζεται μια παραλλαγή δύναμης. Υπολογίζεται σε πολλές επιστημονικές και τεχνικές εφαρμογές, όπως στη μηχανική, τη γεωλογία και την κατασκευή.
Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα, ενώ χρησιμοποιείται σπάνια στην καθημερινή ομιλία ή σε λιγότερο εξειδικευμένα πλαίσια.
"The shearing resistance of the material determines its suitability for construction."
Η ανθεκτικότητα στην κοπή του υλικού καθορίζει την καταλληλότητά του για κατασκευή.
"In soil mechanics, shearing resistance plays a crucial role in stability analysis."
Στη μηχανική εδαφών, η ανθεκτικότητα στην κοπή παίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάλυση σταθερότητας.
"Improving the shearing resistance of the components can prevent failure under stress."
Η βελτίωση της ανθεκτικότητας στην κοπή των στοιχείων μπορεί να αποτρέψει την αποτυχία υπό πίεση.
Η φράση "shearing resistance" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συσχετιστεί με κάποιες τεχνικές ή επιστημονικές φράσεις:
"The shearing resistance of the soil is critical in avoiding landslides."
Η ανθεκτικότητα στην κοπή του εδάφους είναι κρίσιμη για την αποφυγή κατολισθήσεων.
"Engineers must take the shearing resistance into account when designing bridges."
Οι μηχανικοί πρέπει να λάβουν υπόψη την ανθεκτικότητα στην κοπή κατά το σχεδιασμό γέφυρων.
"Understanding the shearing resistance in materials helps in improving product durability."
Η κατανόηση της ανθεκτικότητας στην κοπή σε υλικά βοηθά στη βελτίωση της αντοχής του προϊόντος.
Η λέξη "shear" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "scheren," που σημαίνει "κόβω," ενώ η "resistance" έχει ρίζα στη λατινική λέξη "resistentia," που σημαίνει "αντίσταση."
Συνώνυμα: - Cutting resistance - Shearing strength
Αντώνυμα: - Shearing susceptibility - Shearing weakness