Το "shibboleth" είναι ουσιαστικό.
/ˈʃɪb.ə.lɛθ/
Η λέξη "shibboleth" προέρχεται από τη βιβλική παράδοση και αρχικά αναφερόταν σε μια λέξη ήφράση που χρησιμοποιείται για να διακρίνει τους ανθρώπους μιας ομάδας από εκείνους μιας άλλης λόγω γλωσσικών ή φωνητικών διαφορών. Στη σύγχρονη γλώσσα, χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν όρο, μια φράση ή μια πρακτική που χρησιμοποιείται για να υποδείξει την ταυτότητα ή την προέλευση ενός ατόμου.
Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενο στο γραπτό λόγο, αλλά έχει γίνει γνωστό και στον προφορικό.
"Ο τρόπος που πρόφερε το 'σένα' αποκάλυψε τις ρίζες του."
"In the group, knowing the specific shibboleth was essential for acceptance."
Η λέξη "shibboleth" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις για να περιγράψει διάφορους τύπους κοινωνικών ή γλωσσικών ενδείξεων.
"Χρησιμοποίησε τη τοπική σιββολέθ για να ενσωματωθεί στην κοινότητα."
"The shibboleth of the club is a shared love for art."
"Η σιββολέθ του συλλόγου είναι η κοινή αγάπη για τη τέχνη."
"Her knowledge of that phrase acted as a shibboleth."
Η λέξη "shibboleth" προέρχεται από την Εβραϊκή λέξη שִׁבֹּלֶת, η οποία σημαίνει "στέλεχος σιτηρών". Στην Βίβλο (Κριτές 12:6), χρησιμοποιήθηκε ως δοκιμή για να διακρίνουν τους Γαλαάδες από τους Εφραίμ, καθώς οι Εφραίμ δεν μπορούσαν να προφέρουν σωστά τον όρο.
Συνώνυμα: - Indicative phrase - Password - Marker
Αντώνυμα: - Non-descriptor - Commonplace phrase - Generic expression