Η λέξη "shoo" χρησιμοποιείται στα Αγγλικά για να δηλώσει την ενέργεια του να διώχνεις ή να απομακρύνεις κάτι ή κάποιον, συνήθως με μια εκφραστική κίνηση ή φωνητική εντολή. Συχνά χρησιμοποιείται για να απομακρύνει ζώα, όπως πουλιά ή γάτες. Η συχνότητα χρήσης της είναι κυρίως στον προφορικό λόγο, καθώς συνήθως συνοδεύεται από σωματική κίνηση.
"The farmer shouted 'shoo' to the birds in his field."
"Ο αγρότης φώναξε 'φύγε' προς τα πουλιά στο χωράφι του."
"She waved her hands and said 'shoo' to the cat."
"Αυτή κούνησε τα χέρια της και είπε 'φύγε' προς τη γάτα."
"Whenever the dog comes near the garden, I just yell 'shoo'."
"Όποτε ο σκύλος πλησιάζει τον κήπο, απλώς φωνάζω 'φύγε'."
Η λέξη "shoo" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα:
"Shoo away the doubts."
"Φύγε μακριά τις αμφιβολίες."
"Don't let negativity shoo you away from your dreams."
"Μην αφήνεις την αρνητικότητα να σε απομακρύνει από τα όνειρά σου."
"Just shoo the distractions and focus on your work."
"Απλώς απομάκρυνε τις περισπασμούς και συγκεντρώσου στη δουλειά σου."
Η λέξη "shoo" προέρχεται από την ηχογράφηση της ενέργειας της απομάκρυνσης ή της δειλίας. Χρησιμοποιείται από τον 19ο αιώνα και προέρχεται πιθανώς από την αγγλική γλώσσα της καθημερινής ομιλίας.