Το "shooting area" είναι μια φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό (noun).
/ˈʃuːtɪŋ ˈɛəriə/
Η φράση "shooting area" αναφέρεται σε έναν συγκεκριμένο χώρο ή περιοχή όπου επιτρέπεται ή διενεργείται σκοποβολή, είτε για σκοπούς εκπαίδευσης, είτε για άθλημα, είτε για κυνήγι. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με αθλήματα, κυνηγετικά ή στρατιωτικά θέματα. Η φράση αυτή χρησιμοποιείται επίσης προφορικά σε διάφορες συζητήσεις σχετικά με τη σκοποβολή.
The shooting area is open for practice every Saturday.
Η περιοχή βολών είναι ανοιχτή για εξάσκηση κάθε Σάββατο.
Safety measures must be followed in the shooting area.
Πρέπει να ακολουθούνται τα μέτρα ασφαλείας στην περιοχή βολών.
They set up a new shooting area for the competition.
Έστησαν μια νέα περιοχή βολών για τον διαγωνισμό.
Η φράση "shooting area" χρησιμοποιείται λιγότερο σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες συναφείς χρήσεις:
To practice in the shooting area.
Να εξασκηθείς στην περιοχή βολών.
Shooting area rules must be understood.
Οι κανόνες της περιοχής βολών πρέπει να κατανοηθούν.
The shooting area is reserved for club members only.
Η περιοχή βολών είναι δεσμευμένη μόνο για τα μέλη του συλλόγου.
Η λέξη "shooting" προέρχεται από το ρήμα "shoot", που σημαίνει "πυροβολώ", και η λέξη "area" προέρχεται από τη λατινική λέξη "area", που σημαίνει "ενοποιημένος τόπος" ή "χώρος".
Συνώνυμα: - Target range (πεδία στόχου) - Firing range (πεδίο πυρός)
Αντώνυμα: - Non-shooting area (μη περιοχή βολών) - Safe zone (ζώνη ασφαλείας)
Αυτή η φράση ενσωματώνει τόσο λειτουργικές όσο και εκφραστικές πτυχές της γλώσσας στην αγγλική, εστιάζοντας στον τομέα της σκοποβολής και των αθλημάτων.