Το "shooting interval" είναι ουσιαστικό.
/ˈʃuːtɪŋ ˈɪntərvəl/
Η φράση "shooting interval" αναφέρεται στο χρονικό διάστημα ή στα διάστηματα κατά τη διάρκεια των οποίων συμβαίνει η διαδικασία της σκοποβολής ή της βολής. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τον αθλητισμό, την εκπαίδευση σκοπευτών ή στρατιωτικές ασκήσεις. Στη γλώσσα των Αγγλικών, μπορεί να χρησιμοποιείται είτε στον προφορικό λόγο είτε σε γραπτά κείμενα, ανάλογα με το πλαίσιο.
Το διάστημα βολών για την προπονητική συνεδρία καθορίστηκε στα δέκα λεπτά.
Adjusting the shooting interval can improve accuracy in target practice.
Η φράση "shooting interval" δεν είναι πολύ γνωστή ως ιδιωματική έκφραση, αλλά σχετίζεται με κάποιες συγκεκριμένες καταστάσεις στο στρατιωτικό και αθλητικό πλαίσιο.
Κατά τη διάρκεια του διαστήματος βολών, εξασκηθήκαμε στη ρύθμιση του στόχου.
"A long shooting interval can lead to better focus and precision."
Ένα μακρύ διάστημα βολών μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερη συγκέντρωση και ακρίβεια.
"We learned to manage our shooting interval efficiently to maximize our practice time."
Η λέξη "shooting" προέρχεται από το ρήμα "shoot", που σημαίνει "πυροβολώ", και η λέξη "interval" προέρχεται από το λατινικό "intervallum", που σημαίνει "διάστημα". Συνδυάζονται για να περιγράψουν το χρονικό κενό που διαρκεί η διαδικασία της βολής.
Αυτή η ανάλυση προσφέρει μια ολοκληρωμένη εικόνα της φράσης "shooting interval", παρουσιάζοντας τις σημασίες, τη χρήση, καθώς και τη σύνδεση με ιδιωματικές εκφράσεις και συναφείς έννοιες.