Ουσιαστικό
[ˈʃɒpˌwɪndəʊ]
Η λέξη "shop-window" αναφέρεται σε μια παράθυρο ή βιτρίνα καταστήματος που χρησιμοποιείται για την έκθεση προϊόντων και την προσέλκυση πελατών. Είναι συχνά κατασκευασμένη από γυαλί για να είναι ορατή από το εξωτερικό του καταστήματος. Η χρήση της χώρας έχει αυξηθεί, καθώς είναι ένα αποτελεσματικό εργαλείο μάρκετινγκ, ειδικά σε εμπορικές περιοχές.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Χρησιμοποιείται στο γραπτό και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε καταστήματα και εμπορικά πλαίσια. Οι βιτρίνες καταστημάτων είναι σημαντικές για την ορατότητα και την εμπορική στρατηγική των επιχειρήσεων.
Η νέα συλλογή ρούχων είναι όμορφα εκτεθειμένη στη βιτρίνα του καταστήματος.
They decided to change the decoration of the shop-window to attract more customers.
Αποφάσισαν να αλλάξουν τη διακόσμηση της βιτρίνας για να προσελκύσουν περισσότερους πελάτες.
I always enjoy walking past the shop-window and watching the latest trends.
Η λέξη "shop-window" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να σχετιστεί με κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με τον κόσμο του εμπορίου και της αγοράς:
"Να έχεις κάτι στη βιτρίνα" - Να προβάλλεις ένα προϊόν με τρόπο που να προσελκύει προσοχή.
"Shop-window dressing" - Refers to embellishing or decorating a display to make it more appealing to customers.
"Διακόσμηση βιτρίνας" - Αναφέρεται στη διακόσμηση ή την εντυπωσιακή παρουσίαση μιας βιτρίνας για να γίνει πιο ελκυστική στους πελάτες.
"Living in a shop-window" - To live in a way that is very public or visible to others, often criticized as lacking privacy.
Η λέξη "shop-window" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, με το "shop" (κατάστημα) να έχει ρίζες στη γερμανική "shop" και στο "window" (παράθυρο) να προέρχεται από την παλαιότερη αγγλική λέξη "windōw", που σημαίνει "άνοιγμα" ή "παράθυρο".
Συνώνυμα: - βιτρίνα - καταστηματαρχείο
Αντώνυμα: - κλειστή είσοδος - παράθυρο χωρίς έκθεση προϊόντων