Ρήμα (Past participle of "shear")
/ʃɔrn/
Η λέξη "shorn" προέρχεται από το ρήμα "to shear", που σημαίνει να κόβεις ή να αφαιρείς τρίχωμα ή μαλλιά με κάποιο εργαλείο, όπως ένα ψαλίδι ή ένα ξυράφι. Συνήθως χρησιμοποιείται σε αναφορές στο κόψιμο μαλλιών ή μαλλιών ζώων. Η λέξη συναντάται συχνά σε κείμενα γραπτού λόγου, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί στον προφορικό λόγο, έχοντας ορισμένο ιστορικό ή ποίηση.
Έδειχνε εκπληκτική αφού είχε κουρευτεί από τα μακριά μαλλιά της.
The sheep were shorn in the spring to prepare for the warmer months.
Τα πρόβατα κουρεύτηκαν την άνοιξη για να προετοιμαστούν για τους θερμότερους μήνες.
He felt liberated after being shorn of his burdens.
Η λέξη "shorn" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
After the scandal, he was shorn of his rights and privileges.
Shorn of illusions - Απαλλαγμένος από ψευδαισθήσεις.
She became shorn of illusions after facing the truth.
Shorn of unnecessary details - Απαλλαγμένος από περιττές λεπτομέρειες.
Η λέξη "shorn" προέρχεται από το παλαιότερο αγγλικό "scean," που σημαίνει να κοπεί ή να αφαιρεθεί ένα μέρος από κάτι. Η χρήση της είναι βαθιά ριζωμένη στην αγγλική γλώσσα, διατηρώντας τη σύνδεση με την πράξη του κουρέματος.
Συνώνυμα: - Sheared - Cut - Trimmed
Αντώνυμα: - Uncut - Full - Grown