shorn - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

shorn (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα (Past participle of "shear")

Φωνητική μεταγραφή

/ʃɔrn/

Επιλογές μετάφρασης στα Ελληνικά

Σημασία της λέξης

Η λέξη "shorn" προέρχεται από το ρήμα "to shear", που σημαίνει να κόβεις ή να αφαιρείς τρίχωμα ή μαλλιά με κάποιο εργαλείο, όπως ένα ψαλίδι ή ένα ξυράφι. Συνήθως χρησιμοποιείται σε αναφορές στο κόψιμο μαλλιών ή μαλλιών ζώων. Η λέξη συναντάται συχνά σε κείμενα γραπτού λόγου, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί στον προφορικό λόγο, έχοντας ορισμένο ιστορικό ή ποίηση.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. She looked stunning after being shorn of her long hair.
  2. Έδειχνε εκπληκτική αφού είχε κουρευτεί από τα μακριά μαλλιά της.

  3. The sheep were shorn in the spring to prepare for the warmer months.

  4. Τα πρόβατα κουρεύτηκαν την άνοιξη για να προετοιμαστούν για τους θερμότερους μήνες.

  5. He felt liberated after being shorn of his burdens.

  6. Ένιωσε απελευθερωμένος αφού είχε απαλλαγεί από τα βάρη του.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "shorn" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Shorn of his rights - Απαλλαγμένος από τα δικαιώματά του.
  2. After the scandal, he was shorn of his rights and privileges.

    • Μετά το σκάνδαλο, απομακρύνθηκε από τα δικαιώματα και τα προνόμιά του.
  3. Shorn of illusions - Απαλλαγμένος από ψευδαισθήσεις.

  4. She became shorn of illusions after facing the truth.

    • Έγινε απαλλαγμένη από ψευδαισθήσεις μετά την αντιμετώπιση της αλήθειας.
  5. Shorn of unnecessary details - Απαλλαγμένος από περιττές λεπτομέρειες.

  6. The report was shorn of unnecessary details, making it more concise.
    • Η αναφορά ήταν απαλλαγμένη από περιττές λεπτομέρειες, καθιστώντας την πιο συνοπτική.

Ετυμολογία

Η λέξη "shorn" προέρχεται από το παλαιότερο αγγλικό "scean," που σημαίνει να κοπεί ή να αφαιρεθεί ένα μέρος από κάτι. Η χρήση της είναι βαθιά ριζωμένη στην αγγλική γλώσσα, διατηρώντας τη σύνδεση με την πράξη του κουρέματος.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Sheared - Cut - Trimmed

Αντώνυμα: - Uncut - Full - Grown



25-07-2024