Το "short bored piling" αποτελεί μια σύνθετη φράση που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό (noun), και αναφέρεται σε συγκεκριμένα είδη θεμελίωσης στη μηχανική και την κατασκευή.
/sʃɔrt bɔrd ˈpaɪlɪŋ/
Το "short bored piling" αναφέρεται σε πιλόνια (στηρίγματα) που είναι κατασκευασμένα με τη μέθοδο της διάνοιξης και έχουν μικρό μήκος. Συνήθως χρησιμοποιούνται σε κατασκευές όπου απαιτείται στήριξη σε περιοχές με περιορισμένο χώρο ή όταν η επιφάνεια του εδάφους είναι δύσκολη. Πιο συχνά απαντάται σε τεχνικά κείμενα και ειδικές μελέτες που σχετίζονται με τη μηχανική, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο μεταξύ ειδικών.
The contractor decided to use short bored piling for the new building.
Ο ανάδοχος αποφάσισε να χρησιμοποιήσει κοντό φρεατοειδή πιλό για το νέο κτίριο.
Short bored piling is an efficient solution in urban construction projects.
Ο κοντός φρεατοειδής πηλός είναι μια αποδοτική λύση σε αστικά κατασκευαστικά έργα.
Due to limited space, the engineer recommended short bored piling.
Λόγω περιορισμένου χώρου, ο μηχανικός προέκρινε τον κοντό φρεατοειδή πηλό.
Παρά το γεγονός ότι η φράση "short bored piling" δεν έχει πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, υπάρχει η τάση να χρησιμοποιείται σε τεχνικά λίγο εξειδικευμένα συμφραζόμενα. Ωστόσο, ακολουθούν κάποιες σχετικές προτάσεις που επικεντρώνονται στην κατασκευή:
“The project was delayed because the short bored piling wasn't sufficient for the soil conditions.”
Το έργο καθυστέρησε γιατί ο κοντός φρεατοειδής πηλός δεν ήταν επαρκής για τις συνθήκες του εδάφους.
“In tight urban sites, short bored piling often proves to be a lifesaver.”
Σε στενούς αστικούς χώρους, ο κοντός φρεατοειδής πηλός συχνά αποδεικνύεται σωτήρας.
“Using short bored piling can significantly reduce construction time.”
Η χρήση κοντού φρεατοειδούς πηλού μπορεί να μειώσει σημαντικά τον χρόνο κατασκευής.
Η φράση "short bored piling" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, με το "short" (κοντός) να υποδηλώνει το μήκος, "bored" (φρεατοειδής) να αναφέρεται στη διαδικασία διάνοιξης τρυπών σε έδαφος ή πέτρα, και "piling" (πήλός) να υποδηλώνει τη δομική στήριξη που χρησιμοποιείται στην κατασκευή.