Φράση (Noun Phrase)
/ʃɔrt laɪf/
Η φράση "short life" αναφέρεται σε μια ζωή που είναι σχετικά βραχεία ή περιορισμένη σε διάρκεια. Σε παγκόσμιο επίπεδο, μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορες πολιτισμικές και κοινωνικές αναφορές, όπως συζητήσεις για την επιβίωση, την ανθρώπινη κατάσταση, ή τα ζώα. Η συχνότητα χρήσης της μπορεί να είναι πιο κοινή στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε λογοτεχνία ή άρθρα, αλλά και στον προφορικό λόγο.
He had a short life, but he made a big impact.
(Είχε μια σύντομη ζωή, αλλά άφησε μεγάλο αποτύπωμα.)
The plant only has a short life before it wilts.
(Το φυτό έχει μόνο μια βραχύβια ζωή πριν μαραθεί.)
Some animals are known for having a short life span.
(Ορισμένα ζώα είναι γνωστά για την βραχυχρόνια διάρκεια ζωής τους.)
Η φράση "short life" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις συγκεκριμένα, αλλά μπορεί να συσχετιστεί με παροιμίες ή φράσεις που εννοούν την προσωρινότητα της ύπαρξης.
"Live a short life, but make it sweet."
(Ζήσε μια σύντομη ζωή, αλλά κάνε την γλυκιά.)
"A short life can still be fulfilling."
(Μια σύντομη ζωή μπορεί να είναι γεμάτη.)
"Short life, big dreams."
(Σύντομη ζωή, μεγάλα όνειρα.)
Η λέξη "short" προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "short" (συντομία, μικρότητα) που έχει ρίζες στη γερμανική γλώσσα. Η λέξη "life" προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "lif," που σχετίζεται με την αγγλοσαξονική λέξη "līf," προερχόμενη από μια γενετική ρίζα που σημαίνει "να ζει."
Συνώνυμα: - Brief life (σύντομη ζωή) - Transient life (παροδική ζωή)
Αντώνυμα: - Long life (μακρά ζωή) - Extended life (επεκταθείσα ζωή)