Ο όρος "short odds" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ʃɔrt ɑdz/
Ο όρος "short odds" χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα των στοιχημάτων και της τζογοφορίας και αναφέρεται σε αποδόσεις που υποδηλώνουν ότι ένα συγκεκριμένο γεγονός είναι πιθανό να συμβεί. Όταν οι αποδόσεις είναι "short," αυτό σημαίνει ότι ο στοιχηματιστής θεωρεί ότι η επιτυχία είναι αναμενόμενη, και οι αποδόσεις θα είναι χαμηλότερες σε σύγκριση με τις "long odds," όπου υπάρχει μεγαλύτερη αβεβαιότητα. Συχνά χρησιμοποιείται σε γραπτό και προφορικό λόγο, κυρίως σε συζητήσεις γύρω από αθλήματα και τζόγο.
Betting on the favorite team gives you short odds but a better chance of winning.
(Στοιχηματίζοντας στην αγαπημένη ομάδα σου, σου δίνει χαμηλές αποδόσεις αλλά καλύτερη πιθανότητα νίκης.)
Investors look for short odds when betting on stable stocks.
(Οι επενδυτές αναζητούν χαμηλές αποδόσεις όταν στοιχηματίζουν σε σταθερές μετοχές.)
Ο όρος "short odds" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τυχερά παιχνίδια και στοιχήματα:
"I wouldn’t bet on that; the odds are too short."
(Δεν θα στοιχημάτιζα σε αυτό; Οι αποδόσεις είναι πολύ χαμηλές.)
"With short odds, it’s not worth betting high."
(Με χαμηλές αποδόσεις, δεν αξίζει να στοιχηματίσεις ψηλά.)
"The bookie's giving out short odds on this match."
(Ο στοιχηματιστής δίνει χαμηλές αποδόσεις σε αυτόν τον αγώνα.)
"It's a sure thing but with short odds."
(Είναι σίγουρο, αλλά με χαμηλές αποδόσεις.)
Ο όρος "odds" προέρχεται από την αρχαία γαλλική λέξη "odds," που σημαίνει πιθανότητα ή αναλογία, και η λέξη "short" σημαίνει μικρός ή χαμηλός, υποδηλώνοντας έτσι ότι οι αποδόσεις είναι χαμηλές.