short-handed - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

short-handed (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Επίθετο

Φωνητική μεταγραφή

/ˌʃɔːrtˈhændɪd/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξεως

Η λέξη "short-handed" αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου υπάρχουν λιγότεροι άνθρωποι διαθέσιμοι ή απαραίτητοι για να ολοκληρώσουν μια εργασία από ό,τι κανονικά απαιτείται. Συχνά χρησιμοποιείται σε επαγγελματικά ή οργανωτικά περιβάλλοντα όταν μια ομάδα ή μια επιχείρηση δεν έχει αρκετό προσωπικό.

Η χρήση της λέξης είναι κοινή και στα δύο πλαίσια, προφορικό και γραπτό, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερη συχνότητα σε γραπτό λόγο, όπως σε αναφορές ή άρθρα που περιγράφουν οργανωτικά προβλήματα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The team was short-handed after several members called in sick.
  2. Η ομάδα ήταν ελλιπής μετά από πολλές απουσίες λόγω ασθένειας.

  3. We’re going to be short-handed for the event this weekend.

  4. Θα είμαστε με λιγότερους ανθρώπους για την εκδήλωση αυτό το Σαββατοκύριακο.

  5. The restaurant struggled to serve customers because they were short-handed.

  6. Το εστιατόριο δυσκολεύτηκε να εξυπηρετήσει πελάτες επειδή είχε περιορισμένο προσωπικό.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "short-handed" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που αφορούν την εργασία και τις ομάδες.

  1. To be left short-handed – να μείνεις με λιγότερους ανθρώπους από τους απαιτούμενους.
  2. The sudden resignation left the department short-handed.
  3. Η ξαφνική παραίτηση άφησε το τμήμα με ελλιπή προσωπικό.

  4. Short-handed during peak hours – να έχεις λιγότερους ανθρώπους σε ώρες αιχμής.

  5. The store was short-handed during the holiday rush.
  6. Το κατάστημα ήταν ελλιπές κατά τη διάρκεια της εορταστικής περιόδου.

  7. Being short-handed can lead to mistakes – η έλλειψη προσωπικού μπορεί να οδηγήσει σε λάθη.

  8. When we are short-handed, we sometimes overlook important details.
  9. Όταν είμαστε ελλιπείς, μερικές φορές παραβλέπουμε σημαντικές λεπτομέρειες.

Ετυμολογία

Η λέξη "short-handed" προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "short" (μικρός, λιγότερος) και "hand" (χέρι, που χρησιμοποιείται μεταφορικά για να αναφέρεται σε ανθρώπους/βοήθεια). Χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει καταστάσεις όπου δεν υπάρχει αρκετή βοήθεια ή προσωπικό.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - understaffed (μειωμένο προσωπικό) - insufficient (ανεπαρκές)

Αντώνυμα: - fully staffed (πλήρως στελεχωμένο) - well-equipped (καλά εξοπλισμένο)



25-07-2024