Επίθετο
/ˌʃɔːrtˈhændɪd/
Η λέξη "short-handed" αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου υπάρχουν λιγότεροι άνθρωποι διαθέσιμοι ή απαραίτητοι για να ολοκληρώσουν μια εργασία από ό,τι κανονικά απαιτείται. Συχνά χρησιμοποιείται σε επαγγελματικά ή οργανωτικά περιβάλλοντα όταν μια ομάδα ή μια επιχείρηση δεν έχει αρκετό προσωπικό.
Η χρήση της λέξης είναι κοινή και στα δύο πλαίσια, προφορικό και γραπτό, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερη συχνότητα σε γραπτό λόγο, όπως σε αναφορές ή άρθρα που περιγράφουν οργανωτικά προβλήματα.
Η ομάδα ήταν ελλιπής μετά από πολλές απουσίες λόγω ασθένειας.
We’re going to be short-handed for the event this weekend.
Θα είμαστε με λιγότερους ανθρώπους για την εκδήλωση αυτό το Σαββατοκύριακο.
The restaurant struggled to serve customers because they were short-handed.
Η λέξη "short-handed" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που αφορούν την εργασία και τις ομάδες.
Η ξαφνική παραίτηση άφησε το τμήμα με ελλιπή προσωπικό.
Short-handed during peak hours – να έχεις λιγότερους ανθρώπους σε ώρες αιχμής.
Το κατάστημα ήταν ελλιπές κατά τη διάρκεια της εορταστικής περιόδου.
Being short-handed can lead to mistakes – η έλλειψη προσωπικού μπορεί να οδηγήσει σε λάθη.
Η λέξη "short-handed" προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "short" (μικρός, λιγότερος) και "hand" (χέρι, που χρησιμοποιείται μεταφορικά για να αναφέρεται σε ανθρώπους/βοήθεια). Χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει καταστάσεις όπου δεν υπάρχει αρκετή βοήθεια ή προσωπικό.
Συνώνυμα: - understaffed (μειωμένο προσωπικό) - insufficient (ανεπαρκές)
Αντώνυμα: - fully staffed (πλήρως στελεχωμένο) - well-equipped (καλά εξοπλισμένο)