Φράση (noun phrase)
/ˈʃɔrt tɜrm ˈplænɪŋ/
Ο όρος "short-term planning" αναφέρεται στη διαδικασία σχεδιασμού που επικεντρώνεται σε στόχους και σχέδια που πρόκειται να υλοποιηθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα, συνήθως μέσα σε λίγους μήνες έως ένα χρόνο. Η χρήση του είναι συχνή στη διαχείριση έργων, στη στρατηγική επιχείρησης και στην προσωπική οργάνωση. Ο βραχυπρόθεσμος προγραμματισμός είναι σημαντικός για την επίτευξη άμεσων αποτελεσμάτων και την προσαρμογή σε μεταβαλλόμενες συνθήκες.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, με ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στον γραπτό λόγο, κυρίως σε επαγγελματικά και ακαδημαϊκά κείμενα.
English: The team focused on short-term planning to meet the upcoming project deadlines.
Ελληνικό: Η ομάδα επικεντρώθηκε στον βραχυπρόθεσμο προγραμματισμό για να προλάβει τις προθεσμίες του επικείμενου έργου.
English: Effective short-term planning can improve overall productivity.
Ελληνικό: Ο αποτελεσματικός βραχυπρόθεσμος προγραμματισμός μπορεί να βελτιώσει τη συνολική παραγωγικότητα.
English: Many businesses engage in short-term planning to adapt to market changes.
Ελληνικό: Πολλές επιχειρήσεις συμμετέχουν στον βραχυπρόθεσμο προγραμματισμό για να προσαρμοστούν στις αλλαγές της αγοράς.
Ο όρος "short-term" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις:
Short-term goals: These are specific objectives set to be achieved in the near future.
Ελληνικό: Βραχυπρόθεσμοι στόχοι: Αυτοί είναι συγκεκριμένοι στόχοι που καθορίζονται για να επιτευχθούν στο εγγύς μέλλον.
Short-term memory: Refers to the capacity to hold a small amount of information for a brief period.
Ελληνικό: Βραχυπρόθεσμη μνήμη: Αναφέρεται στην ικανότητα να διατηρείται μια μικρή ποσότητα πληροφορίας για σύντομο χρονικό διάστημα.
Short-term fix: A temporary solution that does not address the underlying issue.
Ελληνικό: Βραχυπρόθεσμη λύση: Μια προσωρινή λύση που δεν αντιμετωπίζει το υποκείμενο ζήτημα.
Το "short-term" προέρχεται από τη σύνθεση της λέξης "short" (βραχύς) και του όρου "term" (διάρκεια, όρος). Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει σύντομη χρονική διάρκεια ή περιορισμένα αποτελέσματα.
Συνώνυμα:
- Immediate planning
- Tactical planning
- Operational planning
Αντώνυμα: - Long-term planning - Strategic planning - Permanent planning