Ρήμα (παρελθοντικός χρόνος του "shorten").
/ˈʃɔːrtɪd/
Η λέξη "shorted" χρησιμοποιείται στην αγγλική γλώσσα για να δηλώσει την ενέργεια της μείωσης ή της συντόμευσης κάτι. Συχνά αναφέρεται σε μια διαδικασία μείωσης της διάρκειας, της ποσότητας ή της απόστασης ενός αντικειμένου ή ενός γεγονότος.
Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια. Χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να βρεθεί και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε τεχνικά ή επιστημονικά περιβάλλοντα.
The program was shorted to fit into the time slot.
(Η προγραμματισμένη εκπομπή μειώθηκε ώστε να χωρέσει στο χρονοδιάγραμμα.)
The file was shorted for easier sharing.
(Το αρχείο συντομεύτηκε για ευκολότερη κοινοποίηση.)
Η λέξη "shorted" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά εμφανίζεται σε κάποια τεχνικά και επαγγελματικά συμφραζόμενα.
The project was shorted by a week due to unforeseen circumstances.
(Το έργο μειώθηκε κατά μια εβδομάδα λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων.)
They shorted the meeting to focus on the most important topics.
(Μείωσαν τη συνάντηση για να εστιάσουν στα πιο σημαντικά θέματα.)
Η λέξη "shorted" προέρχεται από τη ρίζα "short", που σημαίνει "κοντός" ή "συντομότερος". Το "shorten" χρησιμοποιείται και ως ρήμα που σημαίνει «κάνω πιο κοντό».
Συνώνυμα: - μειωμένος - εκπομπή (από την έννοια της μείωσης)
Αντώνυμα: - επιμηκυμένος - αυξημένος