shorthand manual - ουσιαστικό
/ˈʃɔːrthænd ˈmænjʊəl/
Η φράση "shorthand manual" αναφέρεται σε ένα εγχειρίδιο ή οδηγό που περιλαμβάνει τεχνικές και μεθόδους ταχυγραφίας. Η ταχυγραφία είναι μια μορφή γρήγορης γραφής που χρησιμοποιείται για να σημειώνουμε γρήγορα ομιλίες ή συνεντεύξεις με σύμβολα και συντομογραφίες, και τα εγχειρίδια είναι χρήσιμα για την εκμάθησή της.
Η χρήση της φράσης είναι συχνή σε εκπαιδευτικά και επαγγελματικά πλαίσια, κυρίως σε γραφή ή αναφορά. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε κείμενα που αφορούν εκπαίδευση ή τεχνική κατεύθυνση.
Το εγχειρίδιο ταχυγραφίας παρέχει χρήσιμες συμβουλές για αποτελεσματική σημειογραφία.
She recommended a shorthand manual to help him improve his writing speed.
Συνιστούσε ένα εγχειρίδιο ταχυγραφίας για να τον βοηθήσει να βελτιώσει την ταχύτητα γραφής του.
Many journalists rely on a shorthand manual to keep up with fast-paced interviews.
Η φράση "shorthand manual" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά η έννοια της ταχυγραφίας είναι συνδεδεμένη με κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα.
"Να είσαι γρήγορος στην ταχυγραφία" σημαίνει να παίρνεις γρήγορες και ακριβείς σημειώσεις.
"She has a shorthand for every meeting" indicating she can summarize efficiently.
"Έχει ταχυγραφία για κάθε συνάντηση" υποδηλώνει ότι μπορεί να συνοψίσει αποτελεσματικά.
"He learned the shorthand of the workplace" refers to understanding the jargon or common terms used.
"Έμαθε την ταχυγραφία του χώρου εργασίας" αναφέρεται στο να κατανοεί την ορολογία ή τους κοινούς όρους που χρησιμοποιούνται.
"An expert in shorthand" means a person very skilled in taking notes quickly.
Η λέξη "shorthand" προέρχεται από το αγγλικό "short," που σημαίνει "κοντός" ή "μικρός," και "hand," αναφερόμενη στη γραφή με το χέρι. Το "manual" προέρχεται από το λατινικό "manuālis," που σημαίνει "από το χέρι" ή "χειροποίητος."
Συνώνυμα: - Τεχνικές σημειογραφίας - Ταχυγραφία
Αντώνυμα: - Ταχύτητα που δεν συνοδεύεται από ποιότητα γραφής - Σημειώσεις αργής διαδικασίας