"Shortpaid" είναι επιρρηματικό ουσιαστικό που προέρχεται από τη σύνθεση της λέξης "short" (μικρός) και "paid" (πληρωμένος).
/ˈʃɔːrtpeɪd/
Η λέξη "shortpaid" αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου μια πληρωμή για αγαθά ή υπηρεσίες είναι μικρότερη από την αναμενόμενη ή απαιτούμενη ποσότητα. Χρησιμοποιείται συχνά σε χρηματοοικονομικά και λογιστικά πλαίσια.
Η λέξη "shortpaid" δεν είναι πολύ κοινή σε καθημερινή συνομιλία αλλά χρησιμοποιείται συχνά σε επαγγελματικό ή γραπτό πλαίσιο, όπως λογιστικές εκθέσεις και οικονομικές αναλύσεις.
Ο πελάτης ενημερώθηκε ότι το τιμολόγιο ήταν υποπληρωμένο.
If the account remains shortpaid, we may have to take further action.
Αν και η λέξη "shortpaid" δεν είναι συχνά μέρος γνωστών ιδιωματικών εκφράσεων, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει φράσεις που σχετίζονται με οικονομικές συναλλαγές.
Τα υποπληρωμένα τιμολόγια μπορούν να οδηγήσουν σε προβλήματα ρευστότητας.
"Companies need to monitor shortpaid transactions to ensure profitability."
Οι εταιρείες χρειάζεται να παρακολουθούν τις υποπληρωμένες συναλλαγές για να εξασφαλίσουν την κερδοφορία.
"A shortpaid account indicates potential risks in financial reporting."
Η λέξη "shortpaid" προέρχεται από τους όρους "short" που σημαίνει "μικρός" ή "λιγότερος" και "paid" που αναφέρεται στην διαδικασία της πληρωμής.
Συνώνυμα: - Underpaid - Insufficiently paid
Αντώνυμα: - Overpaid - Fully paid