Η λέξη "shrinkproofing" αναφέρεται σε διαδικασίες ή τεχνικές που χρησιμοποιούνται για να εμποδίσουν την συρρίκνωση υφασμάτων κατά τη διάρκεια του πλυσίματος ή της ξήρανσης. Είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη στη βιομηχανία των υφασμάτων και ρούχων. Η χρήση της σε γραπτό λόγο είναι συχνότερη, λόγω της ειδικότητάς της.
"Η εταιρεία ειδικεύεται στην ανθεκτικότητα στη συρρίκνωση υφασμάτων για να διασφαλίσει ότι διατηρούν το αρχικό τους μέγεθος."
"Shrinkproofing is an essential process in the textile industry."
Η λέξη "shrinkproofing" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, αλλά η έννοιά της μπορεί να συνδεθεί με εκφράσεις αναφορικά με την ανθεκτικότητα υφασμάτων:
"Έκαναν το ύφασμα ανθεκτικό στη συρρίκνωση, ώστε οι πελάτες να μην ανησυχούν για το πλύσιμο."
"Thanks to shrinkproofing, the dress remained perfect even after several washes."
"Χάρη στην ανθεκτικότητα στη συρρίκνωση, το φόρεμα παρέμεινε τέλειο ακόμη και μετά από πολλές πλύσεις."
"Shrinkproofing is a key selling point for many clothing brands."
Η λέξη "shrinkproofing" προέρχεται από τη σύνθεση του ρήματος "shrink" (συρρικνώνομαι) και του επιθέτου "proof" (ανθεκτικός), με την προσθήκη του "-ing" για να δηλώσει τη διαδικασία.
Αυτή η λέξη είναι χρήσιμη κυρίως στα πλαίσια που αναφέρονται σε τεχνικές επεξεργασίας υφασμάτων και ρούχων.