Το "shunt" είναι ρήμα και ουσιαστικό.
/ʃʌnt/
Το "shunt" χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει τη διαδικασία της παράκαμψης ή της εκτροπής ενός ρεύματος, υγρού ή άλλου μέσου από την κανονική του πορεία. Συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η ηλεκτρολογία, η ιατρική και η μηχανική.
Ο χειρουργός χρησιμοποίησε μια παράκαμψη για να ανακατευθύνει τη ροή του αίματος στην καρδιά του ασθενούς.
In the circuit, a shunt is necessary to maintain a stable current.
Είναι σημαντικό να παρακάμψουμε το υπερβολικό θόρυβο κατά τη διάρκεια της παρουσίασης.
Shunt into: To redirect or reroute, often used in traffic contexts.
Η κατασκευή θα παρακάμψει την κυκλοφορία σε μια διαφορετική λωρίδα.
Shunt away: To dismiss or move someone or something away.
Η λέξη "shunt" προέρχεται από το παλαιότερο αγγλικό "shunt," που σήμαινε "να μετατοπίζω" ή "να παρακάμπτω." Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία εκτροπής κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα.
Συνώνυμα: - Bypass - Divert - Redirect
Αντώνυμα: - Converge - Join - Direct