Η φράση "shut up" λειτουργεί ως ρήμα και χρησιμοποιείται συνήθως ως επιταγή.
/ʃʌt ʌp/
Η φράση "shut up" χρησιμοποιείται για να ζητήσει από κάποιον να πάψει να μιλάει. Είναι συχνά θεωρούμενη ως αγενής ή επιτακτική. Η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα, είτε σε σοβαρές καταστάσεις είτε σε χαλαρές συνομιλίες, και η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, κυρίως στον προφορικό λόγο παρά στο γραπτό.
"Μπορείς να σταματήσεις να μιλάς για ένα λεπτό;"
"He told her to shut up during the movie."
"Της είπε να σωπάσει κατά τη διάρκεια της ταινίας."
"Sometimes, you just want someone to shut up."
Η φράση "shut up" είναι επίσης μέρος ορισμένων ιδιωματικών εκφράσεων και φράσεων στην αγγλική γλώσσα.
"Σώπα και άκου!"
"She shut him up with a kiss."
"Τον σιώπησε με ένα φιλί."
"I wish he would just shut up already."
"Εύχομαι να σιωπήσει ήδη."
"When she started talking nonsense, I told her to shut up."
"Όταν άρχισε να λέει ανοησίες, της είπα να σιωπήσει."
"Shut up, you’re making me laugh!"
"Σώπα, με κάνεις να γελάω!"
"If you can't say anything nice, just shut up."
Η φράση "shut up" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, με το "shut" να προέρχεται από την παλαιότερη λέξη "shutten", που σημαίνει "κλείνω", και "up" να προσθέτει την έννοια του περιορισμού ή της ολοκληρωτικής διακοπής.
Συνώνυμα: - Be quiet - Please be silent - Stop talking
Αντώνυμα: - Speak up - Talk - Express oneself