Το "shut-in bottomhole temperature" είναι ένα σύνθετο όρο που χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της γεωλογίας και της πετροχημείας. Αντίστοιχα, μπορεί να αναλυθεί σε: - "shut-in" (ρήμα) - "bottomhole" (ουσιαστικό) - "temperature" (ουσιαστικό)
/ʃʌt ɪn ˈbɒtəmhoʊl ˈtɛmpərətʃər/
Ο όρος "shut-in bottomhole temperature" αναφέρεται στη θερμοκρασία που καταγράφεται στο βάθος ενός γεωτρυπανιού όταν η ροή των υγρών ή αερίων έχει διακοπεί, δηλαδή, όταν η γεώτρηση είναι "shut-in". Αυτή η μέτρηση είναι σημαντική, διότι μπορεί να παρέχει πληροφορίες σχετικά με την πίεση, τη δυναμική συσκευών, και τις θερμικές συνθήκες ενός φρέατος. Χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικές αναφορές και γεωλογικές μελέτες.
Ο όρος συνήθως χρησιμοποιείται σε επιστημονικά και τεχνικά συμφραζόμενα και είναι πιο συνηθισμένος στο γραπτό πλαίσιο.
"Η θερμοκρασία στο κάτω τμήμα της γεώτρησης μετρήθηκε αφού η γεώτρηση έκλεισε."
"Understanding the shut-in bottomhole temperature helps in predicting reservoir behavior."
"Η κατανόηση της θερμοκρασίας στο κάτω τμήμα της γεώτρησης βοηθά στην πρόβλεψη της συμπεριφοράς του ταμιευτήρα."
"Engineers rely on shut-in bottomhole temperature readings to make informed decisions."
Ο όρος "shut-in" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στον τομέα της πετρελαϊκής μηχανικής και της γεωλογίας. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
"Μετά την περίοδο αναστολής, καταγράψαμε τη θερμοκρασία στο κάτω τμήμα της γεώτρησης."
"The shut-in pressure and temperature were critical for our analysis."
"Η πίεση και η θερμοκρασία κατά την αναστολή ήταν κρίσιμες για την ανάλυσή μας."
"We waited for the shut-in bottomhole temperature to stabilize before resuming operations."
"Περιμέναμε να σταθεροποιηθεί η θερμοκρασία στο κάτω τμήμα της γεώτρησης πριν επαναλάβουμε τις εργασίες."
"The results from the shut-in bottomhole temperature indicated a successful seal."
"Τα αποτελέσματα από τη θερμοκρασία στο κάτω τμήμα της γεώτρησης έδειξαν μια επιτυχημένη σφράγιση."
"Monitoring the shut-in bottomhole temperature can save time and costs."
Ο όρος "shut-in" προέρχεται από το αγγλικό "shut", που σημαίνει "κλείνω", και "in", που δηλώνει ότι κάτι είναι σε κατάσταση σταθερής κλειδώματος ή απαγόρευσης. "Bottomhole" συνδυάζει "bottom" (βυθός) και "hole" (τρυπήμα), και αναφέρεται στο κάτω μέρος μιας γεώτρησης. "Temperature" προέρχεται από το λατινικό "temperatura", που σημαίνει "ρύθμιση" ή "εξισορρόπηση".
Συνώνυμα: - Bottomhole temperature - Shut-in temperature
Αντώνυμα: - Flowing bottomhole temperature (θερμοκρασία ροής στο κάτω τμήμα της γεώτρησης)
Αυτή η ανάλυση δίνει μια πλήρη εικόνα της έννοιας και της χρήσης του "shut-in bottomhole temperature" στον τεχνικό τομέα.