Το "shy" είναι επίθετο και το "girl" είναι ουσιαστικό. Το "smile" μπορεί να είναι ρήμα ή ουσιαστικό, ανάλογα με τη χρήση.
Η φράση "shy girl" αναφέρεται σε μια κοπέλα που είναι ντροπαλή ή διστάζει να εκφράσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει άτομα που είναι ήσυχα, ίσως και συναισθηματικά συγκρατημένα. Η φράση "smile" αναφέρεται στη δράση του να χαμογελάς ή στο ίδιο το χαμόγελο.
Η συχνότητα χρήσης της φράσης είναι υψηλή στις περιγραφές χαρακτήρων σε βιβλία, ταινίες και καθημερινές συζητήσεις. Συνήθως απαντάται περισσότερο σε προφορικό λόγο, ενώ και τα δύο μέρη της φράσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε γραπτό πλαίσιο.
She is a shy girl who rarely speaks in public.
Είναι ένα ντροπαλό κορίτσι που σπάνια μιλάει δημόσια.
The shy girl finally smiled when she saw her friend.
Η ντροπαλή κοπέλα τελικά χαμογέλασε όταν είδε τη φίλη της.
I noticed the shy girl in the corner, quietly smiling to herself.
Πρόσεξα τη ντροπαλή κοπέλα στη γωνία, να χαμογελάει ήσυχα στον εαυτό της.
Η φράση "shy girl" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε πιο ιδιωματικές περιπτώσεις:
Don't be a shy girl, speak your mind!
Μην είσαι ντροπαλή κοπέλα, πες τη γνώμη σου!
Even the shy girl has her moments of confidence.
Ακόμη και η ντροπαλή κοπέλα έχει τις στιγμές αυτοπεποίθησής της.
The shy girl blossomed into a confident woman.
Η ντροπαλή κοπέλα άνθισε σε μια αυτοπεποίθηση γυναίκα.
Behind the shy girl's smile, there are many untold stories.
Πίσω από το χαμόγελο της ντροπαλής κοπέλας, υπάρχουν πολλές ακαταλόγιστες ιστορίες.
Η λέξη "shy" προέρχεται από τη μεσαία αγγλική λέξη "schy", που σημαίνει "φοβισμένος", ενώ η λέξη "girl" έχει τις ρίζες της στο παλαιό αγγλικό "ġeorn" που σημαίνει "νέα γυναίκα". Το "smile" προέρχεται από το παλαιό γαλλικό "esmer" ή "smiler".
Αντώνυμα για "shy": outgoing, extroverted, confident.
Συνώνυμα για "girl": female, young woman.
Αντώνυμα για "girl": boy, male.
Συνώνυμα για "smile": grin, beam.