Ο συνδυασμός "shy place" αναφέρεται σε έναν τόπο ή περιοχή που προκαλεί ντροπή ή είναι διστακτικός. Μπορεί να χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα μέρος όπου οι άνθρωποι είναι επιφυλακτικοί ή όπου επικρατεί μια ήσυχη και καταθλιπτική ατμόσφαιρα.
Η φράση "shy place" δεν είναι ιδιαιτέρως συχνή στην χρήση της αγγλικής γλώσσας, αλλά μπορεί να εντοπιστεί σε προφορικές ή γραπτές περιγραφές. Μπορεί να χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.
This cafe has a shy place in the corner where people like to sit quietly.
ΑΥΤΗ Η ΚΑΦΕΤΕΡΙΑ ΕΧΕΙ ΕΝΑ ΝΤΡΟΠΑΛΟ ΜΕΡΟΣ ΣΤΗ ΓΩΝΙΑ ΟΠΟΥ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΡΕΣΚΟΝΤΑΙ ΝΑ ΚΑΘΟΝΤΑΙ ΗΣΥΧΑ.
In the shy place of the library, I found a cozy nook to read.
ΣΤΟ ΝΤΡΟΠΑΛΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ, ΒΡΗΚΑ ΕΝΑ ΖΕΣΤΟ ΓΩΝΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΩ.
The shy place near the river was perfect for reflection and solitude.
ΤΟ ΝΤΡΟΠΑΛΟ ΜΕΡΟΣ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΠΟΤΟ ΗΤΑΝ ΤΕΛΕΙΟ ΓΙΑ ΣΚΕΨΗ ΚΑΙ ΜΟΝΑΞΙΑ.
Αν και ο συνδυασμός "shy place" μπορεί να μην σχηματίσει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, παρακάτω παρατίθενται κάποιες προτάσεις που χρησιμοποιούν τη λέξη "shy" σε άλλες ιδιωματικές εκφράσεις:
She has a shy smile that lights up the room.
ΑΥΤΗ ΕΧΕΙ ΕΝΑ ΝΤΡΟΠΑΛΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΠΟΥ ΦΩΤΙΖΕΙ ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ.
His shy demeanor makes him seem unapproachable.
Η ΝΤΡΟΠΑΛΗ ΤΟΥ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΝ ΚΑΝΕΙ ΝΑ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΑΠΡΟΣΦΑΤΟΣ.
They live in a shy shadow of the city.
ΖΟΥΝ ΣΤΗ ΝΤΡΟΠΑΛΗ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ.
Η λέξη "shy" προέρχεται από την παλαιοαγγλική λέξη "sciʒ" ή "sceġ," που σημαίνει "να δραπετεύεις," συνδέοντας την έννοια της διστακτικότητας με την απόσυρση. Η λέξη "place" προέρχεται από την λατινική λέξη "platea," που σημαίνει "ανοιχτός χώρος" ή "οδός".