sialic: Είναι επιθέτων που αναφέρεται σε σιαλό (σάλιο) ή άλλα σιαλικά μόρια.
/saɪˈælɪk/
Η λέξη "sialic" χρησιμοποιείται στη βιολογία και τη χημεία για να περιγράψει ουσίες που σχετίζονται με σιαλικό οξύ, μια μονάδα που παίζει ρόλο στην επιφάνεια κυττάρων και στην αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Η χρησιμοποιούμενη συχνότητα είναι κυρίως σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα, δηλαδή στο γραπτό πλαίσιο, αντί στον προφορικό λόγο.
The sialic acid is essential for cell signaling.
Το σιαλικό οξύ είναι απαραίτητο για τη σηματοδότηση των κυττάρων.
Researchers discovered new functions of sialic molecules in the immune response.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν νέες λειτουργίες των σιαλικών μορίων στην ανοσοποιητική απόκριση.
Sialic residues are important in the development of specific interactions between cells.
Τα σιαλικά υπολείμματα είναι σημαντικά στην ανάπτυξη συγκεκριμένων αλληλεπιδράσεων μεταξύ των κυττάρων.
Η λέξη "sialic" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις δεδομένου ότι πρόκειται για εξειδικευμένο επιστημονικό όρο. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε επιστημονικές φράσεις που αφορούν τη λειτουργία και τη δομή κυττάρων ή μορίων.
"Sialic acids on the cell surface play a crucial role in immune evasion."
Τα σιαλικά οξέα στην επιφάνεια του κυττάρου παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην αποφυγή του ανοσοποιητικού συστήματος.
"Understanding sialic acid's role can lead to advancements in biomedical research."
Η κατανόηση του ρόλου του σιαλικού οξέος μπορεί να οδηγήσει σε εξελίξεις στην ιατρική έρευνα.
"There’s a growing interest in sialic acid pathways in cancer biology."
Υπάρχει αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις διαδρομές του σιαλικού οξέος στη βιολογία του καρκίνου.
Η λέξη "sialic" προέρχεται από το ελληνικό "σιαλός" (sialos), που σημαίνει "σάλιο" ή "σαλιωμένος", με αναφορά στο σιαλικό οξύ, το οποίο περιέχει υδροξυλιομάδες και είναι τμήμα πολυσακχαρίτων.
Συνώνυμα: - Glycoprotein residue (υπολειμμα γλυκοπρωτεϊνών)
Αντώνυμα: - Μη σιαλικός (non-sialic) (όταν αναφερόμαστε σε ουσίες ή μόρια που δεν περιέχουν σιαλικά).
Η λέξη "sialic" έχει έναν πολύ αναγνωρίσιμο και συγκεκριμένο τομέα χρήσης και είναι πιο συχνά σε βιοϊατρικά ή βιοχημικά συμφραζόμενα, και λιγότερο σε καθημερινές εκφράσεις.