sialorrhea - ουσιαστικό
/sɪəˈlɔːrɪə/
σπαγκάρισμα σάλιου, υπερβολική σάλιο παραγωγή
Η λέξη "sialorrhea" αναφέρεται στη συνθήκη της υπερβολικής έκκρισης σάλιου. Στην ιατρική, συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση που μπορεί να είναι είτε φυσιολογική είτε αποτέλεσμα υποκείμενων παθολογικών καταστάσεων. Η συχνότητα χρήσης της είναι περισσότερο εμπειρική και ιατρική, συναντάται κυρίως σε γραπτές ιατρικές αναφορές ή κλινικές εκθέσεις παρά σε προφορικό λόγο.
Ο ασθενής διαγνώστηκε με σπαγκάρισμα σάλιου μετά από μια σειρά εξετάσεων.
Sialorrhea can be a side effect of certain medications.
Το σπαγκάρισμα σάλιου μπορεί να είναι παρενέργεια ορισμένων φαρμάκων.
Managing sialorrhea can involve both medical intervention and lifestyle adjustments.
Η λέξη «sialorrhea» δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις σε ιατρικά ή κλινικά συμφραζόμενα. Ωστόσο, είναι δυνατόν να δημιουργηθούν ορισμένες προτάσεις που τονίζουν τη σημασία της στην ιατρική:
Η αντιμετώπιση του σπαγκάρισματος σάλιου απαιτεί συχνά πολυδιάστατες προσεγγίσεις.
Sialorrhea can significantly affect a patient’s quality of life if not treated properly.
Το σπαγκάρισμα σάλιου μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την ποιότητα ζωής ενός ασθενούς αν δεν αντιμετωπιστεί σωστά.
In some cases, sialorrhea may signal a more serious underlying condition.
Η λέξη «sialorrhea» προέρχεται από τα ελληνικά "σάλιο" (sialon) που σημαίνει «σάλιο» και το ρίζα «-rrhea» που σημαίνει «ροή» ή «έκκριση».
Συνώνυμα: - hypersalivation (υπερβολική σάλιου παραγωγή) - excessive salivation (υπερβολική παραγωγή σάλιου)
Αντώνυμα: - hyposalivation (μειωμένη σάλιου παραγωγή) - xerostomia (ξηροστομία, ή ξηροί στόμα)