sibilant: Επίθετο και ουσιαστικό.
/sɪbɪlənt/
Η λέξη "sibilant" αναφέρεται σε ήχους που παράγονται με τον αέρα να περνάει μέσα από μια στενή σχισμή, συχνά δημιουργώντας έναν υψηλό και χαρακτηριστικό ήχο. Χρησιμοποιείται συνήθως στη γλωσσολογία για να περιγράψει φωνήεντα ή φθόγγους, όπως το "s", το "sh", και το "z". Στην αγγλική γλώσσα, αυτή η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και στη συμβατική συνομιλία.
Ο δάσκαλος τόνισε τη σημασία των σωστών σιβιλλάντων ήχων στην ομιλία.
Some languages have more sibilant sounds than others.
Ορισμένες γλώσσες έχουν περισσότερους σιβιλλάντες ήχους από άλλες.
The pronunciation of sibilant letters can vary greatly depending on the accent.
Η λέξη "sibilant" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδεθεί με κάποιες γλωσσολογικές περιγραφές όπως:
Οι σιβιλλάντες ψίθυροι μπορούν να δημιουργήσουν μια μυστηριώδη ατμόσφαιρα στην αφήγηση ιστοριών.
Sibilant sounds in music often evoke a sense of tension.
Οι σιβιλλάντες ήχοι στη μουσική συχνά προκαλούν μια αίσθηση έντασης.
The sibilant hiss of the snake made the hikers cautious.
Ο σιβιλλάντης ψίθυρος του φιδιού έκανε τους περιπατητές προσεκτικούς.
The sibilant tones of the flute added a unique flavor to the orchestra.
Η λέξη "sibilant" προέρχεται από το λατινικό "sibilans" που σημαίνει "να σφυρίζει" ή "να κάνει ήχο". Η ρίζα προέρχεται κυρίως από το ρήμα "sibilare", που σημαίνει "να ψιθυρίζει" ή "να κάνεις ήχο".
Συνώνυμα: - Whistling - Hissing - Sibilous
Αντώνυμα: - Mute - Non-sibilant - Silent
Η λέξη "sibilant" είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στην ανάλυση της γλώσσας και της φωνής. Αποτελεί ένα κρίσιμο στοιχείο στη γλωσσολογία και έχει εφαρμογές σε διάφορες πτυχές της ομιλίας και των ήχων.