Simpliciality είναι ουσιαστικό.
/sɪmplɪˈsɪəlɪti/
Simpliciality αναφέρεται στην ποιότητα ή κατάσταση του να είναι απλός ή στοιχειώδης. Στην μαθηματική επιστήμη και τη θεωρία γραφημάτων, χρησιμοποιείται για να περιγράψει χαρακτηριστικά που σχετίζονται με απλές δομές ή σχήματα.
Σύμφωνα με το γλωσσάριο της Αγγλικής, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε ακαδημαϊκά και επιστημονικά κείμενα παρά στον καθημερινό λόγο.
Η απλότητα του μοντέλου το έκανε πιο εύκολο να κατανοηθεί.
In topology, simpliciality helps in constructing complex shapes.
Η λέξη simpliciality δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε επιστημονικό ή ακαδημαϊκό πλαίσιο για να εκφράσει έννοιες όπως:
Η απλότητα των ιδεών μπορεί να οδηγήσει σε καινοτόμες λύσεις.
Emphasizing simpliciality in design can enhance user experience.
Η τόνιση της απλότητας στο σχεδιασμό μπορεί να βελτιώσει την εμπειρία του χρήστη.
Simpliciality in communication fosters clarity and understanding.
Η λέξη simpliciality προέρχεται από το λατινικό "simplex", που σημαίνει "απλός", συνδυασμένο με το επίθημα "-ity", το οποίο μετατρέπει ένα επίθετο σε ουσιαστικό που δηλώνει κατάσταση ή ποιότητα.
Συνώνυμα: - Απλότητα (simplicity) - Ευκολία (ease)
Αντώνυμα: - Πολυπλοκότητα (complexity) - Δυσκολία (difficulty)