Ο όρος "simplification rule" είναι ουσιαστικό.
/sɪmplɪfɪˈkeɪʃən ruːl/
Ο "simplification rule" αναφέρεται σε κανόνες ή αρχές που χρησιμοποιούνται για να διευκολύνουν την κατανόηση ή την εκτέλεση μιας διαδικασίας ή ενός προβλήματος, συνήθως μέσω της μείωσης της πολυπλοκότητας. Χρησιμοποιείται κυρίως σε τομείς όπως τα μαθηματικά, τη λογική, τη φιλοσοφία και τις επιστήμες υπολογιστών.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά Ο όρος συναντάται συχνά σε τεχνικά κείμενα και επιστημονικά άρθρα. Στην καθημερινή γλώσσα χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε εκπαιδευτικά και επαγγελματικά συμφραζόμενα.
Ο κανόνας απλοποίησης καθιστά τα σύνθετα προβλήματα πιο εύκολα στην επίλυση.
In mathematics, the simplification rule helps students understand equations better.
Στα μαθηματικά, ο κανόνας απλοποίησης βοηθά τους μαθητές να κατανοήσουν καλύτερα τις εξισώσεις.
By following the simplification rule, we can present our findings more clearly.
Ο όρος "simplification rule" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες έννοιες για να δημιουργήσει φράσεις σχετικές με την αποσαφήνιση και την ευκολία κατανόησης.
Ακολούθησε τον κανόνα απλοποίησης για καλύτερη σαφήνεια.
Applying the simplification rule can save time in problem-solving.
Η εφαρμογή του κανόνα απλοποίησης μπορεί να εξοικονομήσει χρόνο στην επίλυση προβλημάτων.
The simplification rule should guide our analysis.
Ο όρος προέρχεται από την αγγλική λέξη "simplification", που προέρχεται από το λατινικό "simplificare", το οποίο σημαίνει "να κάνει απλό".
guideline (οδηγία)
Αντώνυμα: