Ουσιαστικό φράση
/sɪmˈplɪfaɪɪŋ əˈsʌmpʃən/
Η φράση "simplifying assumption" αναφέρεται σε μια παραδοχή ή υπόθεση που απλοποιεί μια κατάσταση ή πρόβλημα, συνήθως για να διευκολύνει την ανάλυση ή την κατανόηση. Στην γλώσσα των μαθηματικών, των επιστημών ή της οικονομίας, οι απλοποιημένες υποθέσεις χρησιμοποιούνται συχνά για να διευκολύνουν μοντέλα, προσομοιώσεις ή θεωρήματα.
Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, όπως ερευνητικά άρθρα, βιβλία ή τεχνικές αναφορές. Χρησιμοποιείται λιγότερο στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε ακαδημαϊκούς ή επαγγελματικούς διαλόγους.
The study was based on a simplifying assumption that all variables were constant.
Η μελέτη βασίστηκε σε μια απλοποιημένη υπόθεση ότι όλες οι παράμετροι ήταν σταθερές.
In order to reach a conclusion quickly, we made a simplifying assumption about the data.
Για να φτάσουμε γρήγορα σε ένα συμπέρασμα, κάναμε μια απλοποιημένη υπόθεση σχετικά με τα δεδομένα.
The model’s accuracy can be affected by any simplifying assumptions we choose to make.
Η ακρίβεια του μοντέλου μπορεί να επηρεαστεί από οποιεσδήποτε απλοποιημένες υποθέσεις αποφασίζουμε να κάνουμε.
Παρόλο που η φράση "simplifying assumption" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, υπάρχουν κάποιες συνδυασμένες φράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια της απλοποίησης:
To make a simplifying assumption can sometimes lead to inaccurate results.
Η ευκολία στο να κάνουμε μια απλοποιημένη υπόθεση μπορεί μερικές φορές να οδηγήσει σε ανακριβή αποτελέσματα.
When dealing with complexity, a simplifying assumption is often necessary to move forward.
Όταν αντιμετωπίζουμε την πολυπλοκότητα, μια απλοποιημένη υπόθεση είναι συχνά απαραίτητη για να προχωρήσουμε.
Making a simplifying assumption allows researchers to focus on the most critical factors.
Η δημιουργία μιας απλοποιημένης υπόθεσης επιτρέπει στους ερευνητές να επικεντρωθούν στους πιο κρίσιμους παράγοντες.
Η φράση "simplifying assumption" προέρχεται από τη λέξη "simplifying" (απλοποιητικός), που προέρχεται από το ρήμα "simplify," και η λέξη "assumption" (υπόθεση), που προέρχεται από το λατινικό "assumptio."
Συνώνυμα: - απλοποιημένη παραδοχή - υποθέση μείωσης πολύπλοκα
Αντώνυμα: - περίπλοκη υποχώρηση - ακριβής παραδοχή
Αυτές οι πληροφορίες αναδεικνύουν τη σημασία και την χρήση της φράσης "simplifying assumption" στην αγγλική γλώσσα, προσφέροντας έτσι μια εις βάθος κατανόηση της.