Η φράση "simply incomplete" είναι ένας πρόσθετος προσδιορισμός (adjective phrase) που χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι απλώς ή ολοφάνερα ελλιπές.
/ˈsɪmpli ɪnˈkəmplit/
Η φράση "simply incomplete" χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι λείπει ορισμένα κομμάτια ή πτυχές που είναι κρίσιμες για την ολοκλήρωση ή την κατανόηση του. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά πιο συχνά μπορεί να παρατηρηθεί σε γραπτές αναφορές και περιγραφές.
The report was simply incomplete and lacked essential data.
Η αναφορά ήταν απλώς ελλιπής και έλειπαν κρίσιμα δεδομένα.
His argument was simply incomplete, as he didn't consider all the evidence.
Η επιχείρησή του ήταν απλά ελλιπής, καθώς δεν εξέτασε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία.
Η φράση "simply incomplete" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά η έννοιά της μπορεί να ενσωματωθεί σε άλλες φράσεις ή προτάσεις:
There’s no denying that his analysis is simply incomplete.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανάλυσή του είναι απλώς ελλιπής.
The project can’t proceed because it is simply incomplete at this stage.
Το έργο δεν μπορεί να προχωρήσει γιατί είναι απλώς ελλιπές σε αυτή τη φάση.
My understanding of the concept is simply incomplete without further details.
Η κατανόησή μου για την έννοια είναι απλώς ελλιπής χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες.
Η λέξη "simply" προέρχεται από το λατινικό "simplus", που σημαίνει "απλός", και η λέξη "incomplete" προέρχεται από το λατινικό "incompletus", που σημαίνει "μη ολοκληρωμένος".
Συνώνυμα: - utterly incomplete - plainly incomplete - totally lacking
Αντώνυμα: - completely finished - fully developed - thoroughly complete
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη άποψη για τη φράση "simply incomplete" και τη χρήση της στην αγγλική γλώσσα.