sinecurism - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

sinecurism (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

sinecurism: Υπό substantivum (ουσιαστικό)

Φωνητική μεταγραφή

/saɪˈnɪkjʊrɪz(ə)m/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "sinecurism" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή αξίωμα που απαιτεί ελάχιστη ή καθόλου εργασία, ενώ παρέχει έναν μισθό ή προνόμια. Χρησιμοποιείται συχνά σε πολιτικά και διοικητικά συμφραζόμενα, κυρίως για να περιγράψει θέσεις που έχουν απομείνει "για την τιμή" ή λόγω σχέσεων και όχι με βάση την εργασιακή τους απόδοση.

Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά

Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως σε πολιτικές αναλύσεις, παρατηρήσεις για τη δημόσια διοίκηση και σε κριτικές θεμάτων που σχετίζονται με την πολιτική διαφθορά. Είναι λιγότερο συχνή στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The sinecurism evident in the bureaucracy led to widespread inefficiency.
    Ο σινεκουρισμός που ήταν εμφανής στη γραφειοκρατία οδήγησε σε εκτενή αναποτελεσματικότητα.

  2. Many positions in the government have become examples of sinecurism rather than meritocracy.
    Πολλές θέσεις στην κυβέρνηση έχουν γίνει παραδείγματα σινεκουρισμού αντί για μετριοκρατία.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "sinecurism" δεν αποτελεί μέρος ιδιαίτερα γνωστών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να περιγράψει καλύτερα σχετικές καταστάσεις:

  1. "He was accused of enjoying the sinecurism of his office without delivering results."
    Κατηγορήθηκε ότι απολάμβανε τον σινεκουρισμό του αξιώματός του χωρίς να παρέχει αποτελέσματα.

  2. "Critics often point out the sinecurism perpetuated by the old guard in politics."
    Οι επικριτές επισημαίνουν συχνά τον σινεκουρισμό που διαιωνίζεται από την παλιά φρουρά στην πολιτική.

  3. "Sinecurism in public office is a rising concern among taxpayers."
    Ο σινεκουρισμός στη δημόσια διοίκηση είναι μια αυξανόμενη ανησυχία μεταξύ των φορολογουμένων.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "sinecurism" προέρχεται από τα λατινικά "sine cura", που σημαίνει "χωρίς φροντίδα". Χρησιμοποιήθηκε ιστορικά για να περιγράψει θέσεις δουλειάς ή αξιώματα που δεν απαιτούν ουσιαστική εργασία.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Position with little responsibility - Paid position without duties

Αντώνυμα: - Diligence - Hard work - Responsibility

Αυτή η ανάλυση περιλαμβάνει λεπτομέρειες για τη λέξη "sinecurism", τις χρήσεις της και τη σχετική ετυμολογία καθώς και παραδείγματα που την κάνουν κατανοητή στον αναγνώστη.



25-07-2024