Ο όρος "single-well development" είναι μια φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό (noun phrase).
/sɪŋɡl wɛl dɪˈvɛləpmənt/
Ο όρος "single-well development" αναφέρεται σε διαδικασίες που σχετίζονται με την ανάπτυξη και εκμετάλλευση ενός μόνο πηγαδιού, συνήθως σε πεδία πετρελαίου ή φυσικού αερίου. Αυτή η μέθοδος χρησιμοποιείται όταν η οικονομική απόδοση και η διαδικασία παραγωγής καθιστούν την εκμετάλλευση ενός μόνο πηγαδιού συμφέρουσα.
Η φράση είναι σχετική με τη βιομηχανία πετρελαίου και αερίου, και χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικές και επιστημονικές συζητήσεις. Είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, όπως εκθέσεις ή επιστημονικές δημοσιεύσεις, παρά σε προφορικό λόγο.
Η εταιρεία ξεκίνησε μια ανάπτυξη με ένα μόνο πηγάδι για να μεγιστοποιήσει την εξαγωγή πόρων.
Single-well development can often reduce operational costs in remote locations.
Η ανάπτυξη ενός μοναδικού πηγαδιού μπορεί συχνά να μειώσει τα λειτουργικά κόστη σε απομακρυσμένες τοποθεσίες.
This project focuses on single-well development to ensure sustainability.
Ο όρος "single-well" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά καλύπτει κάποιες περιπτώσεις που είναι σχετικές με τη βιομηχανία.
"Η προσέγγιση με ένα μόνο πηγάδι μπορεί μερικές φορές να οδηγήσει σε μεγαλύτερη αποδοτικότητα."
"In times of limited budget, single-well development is a practical solution."
"Σε περιόδους περιορισμένου προϋπολογισμού, η ανάπτυξη με ένα μόνο πηγάδι είναι μια πρακτική λύση."
"Single-well development strategies must be aligned with environmental regulations."
Ο όρος αποτελείται από τις λέξεις "single" (μοναδικός) και "well" (πηγάδι), με το "development" (ανάπτυξη) να προστίθεται για να περιγράψει τη διαδικασία ή το αποτέλεσμα αυτής της ανάπτυξης.
Συνώνυμα: - Solo well development - One-well development
Αντώνυμα: - Multi-well development - Cluster well development
Η φράση "single-well development" είναι πιο εξειδικευμένη στην πετρελαϊκή και φυσική βιομηχανία, επομένως δεν συναντάται ευρέως στην καθημερινή γλώσσα.