Ο όρος "single-well offshore platform" λειτουργεί ως ουσιαστικό (noun) στη γλώσσα Αγγλικά.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈsɪŋɡl wɛl ˈɔfʃɔr ˈplætfɔrm/
Η φράση "single-well offshore platform" αναφέρεται σε μια γεωτρητική πλατφόρμα που σχεδιάζεται να υποστηρίξει μία μόνο γεώτρηση (well) στην ανοικτή θάλασσα (offshore). Αυτού του είδους οι πλατφόρμες χρησιμοποιούνται συχνά στην πετρελαιοβιομηχανία για την εκμετάλλευση φυσικών πόρων. Η χρήση της εν λόγω φράσης είναι συνηθισμένη σε γραπτό περιβάλλον, όπως σε τεχνικές αναφορές και επιστημονικά άρθρα, αλλά και σε προφορικό λόγο μεταξύ ειδικών στον τομέα.
Η μοναδική εξέδρα γεώτρησης στη θάλασσα σχεδιάστηκε για γρήγορη ανάπτυξη.
Engineers conducted tests on the single-well offshore platform for efficiency.
Οι μηχανικοί διεξήγαγαν δοκιμές στην μοναδική πλατφόρμα γεώτρησης εκτός ακτής για αποδοτικότητα.
The company plans to install a single-well offshore platform next year.
Η φράση "single-well offshore platform" δεν χρησιμοποιείται γενικά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε τεχνικές φράσεις ή δήλωσεις για να περιγράψει συγκεκριμένα σενάρια στον τομέα της εξόρυξης. Ωστόσο, μπορεί να αναφερθεί σε καταστάσεις γνωστών εκφράσεων στη βιομηχανία:
"Η επιλογή να πορευτείς μόνος με μια μοναδική εξέδρα γεώτρησης στη θάλασσα μπορεί να μειώσει δραματικά τα κόστη."
"The single-well offshore platform stands as a testament to innovative engineering."
"Η μοναδική πλατφόρμα γεώτρησης εκτός ακτής αποτελεί απόδειξη καινοτόμου μηχανικής."
"Deploying a single-well offshore platform is often a strategic decision."
Η λέξη "single" προέρχεται από το λατινικό "singulus", που σημαίνει "μοναδικός". Η λέξη "well" προέρχεται από την αρχαία αγγλική "wella", που σημαίνει "πηγή" ή "πηγάδι". Η λέξη "offshore" προήλθε από τη σύνθεση "off" και "shore", αναφερόμενη στη θαλάσσια περιοχή εκτός ακτής. Η λέξη "platform" προέρχεται από το γαλλικό "plateforme", που σημαίνει "επίπεδη επιφάνεια".
Συνώνυμα: - Offshore rig - Monotarget platform
Αντώνυμα: - Multi-well platform (πολλαπλή εξέδρα γεώτρησης) - Onshore platform (επίγειος σταθμός)